χαλεπότης: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />désagrément, incommodité, difficulté :<br /><b>1</b> <i>en parl. de lieux</i> [[χωρίων]] THC difficulté de terrain;<br /><b>2</b> caractère difficile, humeur chagrine, malveillance <i>ou</i> hostilité.<br />'''Étymologie:''' [[χαλεπός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />désagrément, incommodité, difficulté :<br /><b>1</b> <i>en parl. de lieux</i> [[χωρίων]] THC difficulté de terrain;<br /><b>2</b> caractère difficile, humeur chagrine, malveillance <i>ou</i> hostilité.<br />'''Étymologie:''' [[χαλεπός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[χαλεπός]]<br /><b>1.</b> [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[δυστροπία]], [[ιδιοτροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[τραχύτητα]], το δύσβατο<br /><b>2.</b> [[αυστηρότητα]], [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]]<br /><b>3.</b> (για ίππο) ατίθαση [[φύση]], [[κακό]] [[φυσικό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A difficulty, ruggedness, τῶν χωρίων Th.4.12,33: metaph. in pl., μεγάλας ἔχουσιν αἱ σύντομοι [ὁδοὶ] χαλεπότητας Jul.Or.7.225c. 2 generally, difficulty, of understanding, Arist.APo.93b34. II mostly of persons, harshness, severity, opp. ῥᾳστώνη, Pl.Criti.107c, Lg.902c; ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. Id.Sph.254a; τρόπων χ. Id.Lg.929d; τῶν πολιτειῶν Isoc.4.142; abs., Th.1.84, Isoc.2.24, etc.; of the Lacedaemonians, Id.12.90; μετὰ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαι Id.15.20; of the laws of Draco, Arist.Pol. 1274b17: pl., opp. πραότητες, Isoc.5.116. 2 ill-temper, vice, of a horse, X.Eq.3.10.
German (Pape)
[Seite 1328] ητος, ἡ, Schwierigkeit, Beschwerlichkeit; τῶν πολιτειῶν Isocr. 4, 142; χωρίων Thuc. 4, 33. Gew. übertr. von Menschen, schwieriges, unangenehmes, mürrisches Wesen, Ggstz ῥᾳστώνη, Plat. Legg. X, 902 c; Heftigkeit, Rauhheit, Härte, mürrische u. unzufriedene Sinnesart, τρόπων XI, 929 d; Thuc. 1, 84; μητρός Xen. Mem. 2, 2,7; Sp., wie Plut. Thes. 36 u. oft; μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκούειν Isocr. 15, 20, u. sonst; – Arist. legt den Gesetzen des Drakon den Charakter der χαλεπότης bei, Polit. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλεπότης: -ητος, ἡ, ἡ τραχύτης, τὸ δύσβατον, τῶν χωρίων Θουκ. 4. 12, 33. 2) ἐπὶ λόγων, δυσκολία, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 10, 1, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 254Α. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς ἀνθρώπους, τραχύτης, σκληρότης, ἀγριότης, δυστροπία, αὐστηρότης, ὀργιλότης, δυσκολία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥᾳστώνη, Πλάτ. Κριτί. 107C, Νόμ. 902C· ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 254Α· τρόπων χ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 929D· τῆς πολιτείας Ἰσοκρ. 70Α· καὶ ἀπολ., Θουκ. 1. 84, κλπ.· περὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Ἰσοκρ. 251C· χαλεπότητι κολάζειν ὁ αὐτ. 19D· μετὰ χαλεπότητος ἀκούειν ὁ αὐτ. 314Β· ἐπὶ τῶν νόμων τοῦ Δράκοντος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· ― ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ πραότητες, Ἰσοκρ. 106Α. 2) ἐπὶ ἵππου, κακὸν φυσικόν, κακὴ ἕξις, δυστροπία, δεῖ δὲ καὶ εἴ τινα χαλεπότητα ἔχοι ὁ ἵππος, καταμανθάνειν Ξεν. Ἱππ. 3. 10· πρβλ. χαλεπὸς Α. ΙΙ. 1. δ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
désagrément, incommodité, difficulté :
1 en parl. de lieux χωρίων THC difficulté de terrain;
2 caractère difficile, humeur chagrine, malveillance ou hostilité.
Étymologie: χαλεπός.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ χαλεπός
1. δυσκολία, δυσχέρεια
2. δυστροπία, ιδιοτροπία
αρχ.
1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο
2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα
3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό.