σφάκελος: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> gangrène sèche;<br /><b>2</b> douleur violente avec convulsions ; convulsion ; <i>fig.</i> tourmente, tempête.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. médic. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> gangrène sèche;<br /><b>2</b> douleur violente avec convulsions ; convulsion ; <i>fig.</i> tourmente, tempête.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. médic. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεκρωτικός]] [[ιστός]] που βρίσκεται σε [[εξέλιξη]] [[προς]] την [[αποβολή]] του, όπως στη [[γάγγραινα]] του δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για οστά) [[σήψη]]<br /><b>2.</b> [[σπασμώδης]] [[κίνηση]], [[σπασμός]] («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάκελος]] ἀνέμων» — η ορμητική [[κίνηση]] τών ανέμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός [[ιατρικός]] όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πύ</i>-<i>ελος</i>, <i>σκόπ</i>-<i>ελος</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. με το αρχ. άνω γερμ. <i>spachen</i> «[[σχίζω]]» δεν φαίνεται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />ο, ΝΜΑ, και [[σφάκηλος]] και [[φάκηλος]] Α<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> υβριστική [[χειρονομία]] που γίνεται με ανοιχτή [[παλάμη]], [[φάσκελο]], [[μούντζα]]<br /><b>2.</b> υβριστική [[χειρονομία]] η οποία γίνεται με κλειστή την [[παλάμη]] σε [[θέση]] πυγμής ενώ το μεγάλο [[δάχτυλο]] διέρχεται [[μεταξύ]] του λιχανού και του μέσου<br /><b>αρχ.</b><br />το μεσαίο [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[σφάκελος]] αποτελεί πιθανότατα διαφορετική [[μορφή]] του τ. [[φάκελος]] (<b>πρβλ.</b> <i>φαλάγγίον</i>: [[σφαλάγγι]]) ενώ οι τ. [[σφάκηλος]] και [[φάκηλος]] εσφ. γρφ. του [[σφάκελος]]. Από το αρχ. [[σφάκελος]] έχει</i> σχηματιστεί με [[μετάθεση]] του -<i>σ</i>- ο νεοελλ. τ. [[φάσκελο]] (<b>βλ. λ.</b> [[φάκελος]] και [[φάσκελο]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A gangrene, mortification, or, of bones, caries, Hp.Aph.7.78; τοῦ ἐγκεφάλου Id. Aër.10 (pl.); so called when farther advanced than γάγγραινα, cf. Gal.2.632, 18(1).687. 2 generally, spasm, convulsion, A.Pr.878 (anap.); κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σ. E.Hipp.1352 (anap.): metaph., σ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, A.Pr.1045 (anap.). 3 the middle finger, Suid.s.v. σφακελισμός; so σφάκηλος (or φάκηλος) PLond.1821.297.
Greek (Liddell-Scott)
σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, νέκρωσις, καὶ ἐπὶ ὀστῶν ξήρανσις καὶ νέκρωσις, Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι γάγγραινα, πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) καθόλου, σπασμός, σπασμώδης κίνησις, σφαδασμός, Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ σπασμώδης μανία καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 gangrène sèche;
2 douleur violente avec convulsions ; convulsion ; fig. tourmente, tempête.
Étymologie: DELG terme techn. médic.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα του δέρματος
αρχ.
1. (για οστά) σήψη
2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.)
3. φρ. «σφάκελος ἀνέμων» — η ορμητική κίνηση τών ανέμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός ιατρικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ελος (πρβλ. πύ-ελος, σκόπ-ελος). Η σύνδεση του τ. με το αρχ. άνω γερμ. spachen «σχίζω» δεν φαίνεται πιθανή].———————— (II)
ο, ΝΜΑ, και σφάκηλος και φάκηλος Α
νεοελλ.-μσν.
1. υβριστική χειρονομία που γίνεται με ανοιχτή παλάμη, φάσκελο, μούντζα
2. υβριστική χειρονομία η οποία γίνεται με κλειστή την παλάμη σε θέση πυγμής ενώ το μεγάλο δάχτυλο διέρχεται μεταξύ του λιχανού και του μέσου
αρχ.
το μεσαίο δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάκελος αποτελεί πιθανότατα διαφορετική μορφή του τ. φάκελος (πρβλ. φαλάγγίον: σφαλάγγι) ενώ οι τ. σφάκηλος και φάκηλος εσφ. γρφ. του σφάκελος. Από το αρχ. σφάκελος έχει σχηματιστεί με μετάθεση του -σ- ο νεοελλ. τ. φάσκελο (βλ. λ. φάκελος και φάσκελο)].