χαμαίδρυς: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />germandrée, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[δρῦς]].
|btext=υος (ἡ) :<br />germandrée, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[δρῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. [[χαμέτρυς]] ΜΑ<br /><b>βοτ.</b> το γνωστό [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] [[φυτό]] Teucrium chamaedrys του γένους [[τεύκριο]], κν. [[χαμοδρυά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σκόρδιο]] ή [[σκορδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρῦς]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίδρῡς Medium diacritics: χαμαίδρυς Low diacritics: χαμαίδρυς Capitals: ΧΑΜΑΙΔΡΥΣ
Transliteration A: chamaídrys Transliteration B: chamaidrys Transliteration C: chamaidrys Beta Code: xamai/drus

English (LSJ)

ῠος, ἡ,

   A germander, Teucrium Chamaedrys, Thphr.HP9.9.5, Dsc.3.98, Plin.HN24.130; gen. sg. written χαμέτρυος BKT3p.32 (v/vi A. D.).    2 = τεύκριον, Ps.-Dsc. 3.97.    3 = σκόρδιον, ib.111; also χᾰμαί-ρωψ (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίδρῡς: -ῠος, ἡ, φυτόν τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· ὡσαύτως χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. λινόδρυς.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
germandrée, plante.
Étymologie: χαμαί, δρῦς.

Greek Monolingual

-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. χαμέτρυς ΜΑ
βοτ. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Teucrium chamaedrys του γένους τεύκριο, κν. χαμοδρυά
αρχ.
είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκόρδιο ή σκορδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + δρῦς.