τυμπανιστής: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui joue du tambour, le tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τυμπανίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui joue du tambour, le tambour.<br />'''Étymologie:''' [[τυμπανίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[τυμπανίστρια]], ΝΑ [[τυμπανίζω]]<br />αυτός που χτυπά το [[τύμπανο]], ο [[τυμπανοκρούστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[στρατιώτης]], [[μαθητής]] ή [[αθλητής]] που χτυπά το [[τύμπανο]] για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό [[φάλαγγας]] σε [[πορεία]], [[ιδίως]] [[κατά]] τις παρελάσεις, ή [[μουσικός]] που παίζει [[τύμπανο]] σε [[ορχήστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>Τυμπανισταί</i><br />[[τίτλος]] έργου του Σοφοκλέους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[ιέρεια]] της Κυβέλης, η οποία είχε ως [[έργο]] την [[κρούση]] τυμπάνου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] διαφόρων τελετών [[προς]] τιμήν αυτής της θεάς. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who beats the τύμπανον, drummer, Str.15.1.52, BGU630 iv 1 (ii A. D.); Τυμπανισταί, name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰν-ίστρια, of a priestess of Sabazius, D.18.284, Luc.Somn.12. II gen. pl. -ιστῶν (from -ιστός) = membraneorum, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ τύμπανον, τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, ἱέρεια τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui joue du tambour, le tambour.
Étymologie: τυμπανίζω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ τυμπανίζω
αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης
νεοελλ.
(ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή μουσικός που παίζει τύμπανο σε ορχήστρα
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Τυμπανισταί
τίτλος έργου του Σοφοκλέους
2. το θηλ. ιέρεια της Κυβέλης, η οποία είχε ως έργο την κρούση τυμπάνου κατά τη διάρκεια διαφόρων τελετών προς τιμήν αυτής της θεάς.