ὑποστάτης: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ce qui supporte :<br /><b>1</b> fourche;<br /><b>2</b> support d’un vase;<br /><b>II.</b> celui qui donne l’existence, créateur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ce qui supporte :<br /><b>1</b> fourche;<br /><b>2</b> support d’un vase;<br /><b>II.</b> celui qui donne l’existence, créateur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑποστάτης]], ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και [[ὑποστάτρια]], Α [[ὑφίστημι]]<br />[[στήριγμα]] που τίθεται από [[κάτω]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα [[πάνω]] στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] αγγείου, [[ιδίως]] κρατήρα («[[ἐφεξῆς]] δὲ τῇ Λαοδίκη [[ὑποστάτης]] λίθου... ἐστίν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που δίνει [[υπόσταση]] και ύπαρξη, [[δημιουργός]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. στον τ. [[ὑποστάτρια]]) κατώτερη επιστάτρια ναού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A that which stands under, support, prop, Plu.Cor.24; stand of a bowl, etc., Paus.10.26.9. II one that gives substance, creator, Procl.Theol.Plat.3.7, Inst.53, Simp. in Ph.1327.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ ὑποκάτω ἱστάμενον, στήριγμα, ἔρεισμα, Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ στήριγμα, τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς ἵσταται κρατήρ, κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. ὑποκρητηρίδιον, ὑποστατός. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. ce qui supporte :
1 fourche;
2 support d’un vase;
II. celui qui donne l’existence, créateur.
Étymologie: ὑφίστημι.
Greek Monolingual
ο / ὑποστάτης, ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και ὑποστάτρια, Α ὑφίστημι
στήριγμα που τίθεται από κάτω, υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος
αρχ.
1. βάση αγγείου, ιδίως κρατήρα («ἐφεξῆς δὲ τῇ Λαοδίκη ὑποστάτης λίθου... ἐστίν», Παυσ.)
2. ως επίθ. αυτός που δίνει υπόσταση και ύπαρξη, δημιουργός
3. (το θηλ. στον τ. ὑποστάτρια) κατώτερη επιστάτρια ναού.