φάσηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ου);<br /><b>1</b> fésole, banette, haricot à cosse allongée (phaseolus vulgaris), <i>plante</i>;<br /><b>2</b> chaloupe allongée.<br />'''Étymologie:''' DELG mot pê non i.-e. ou pê à rapprocher de [[φακός]].
|btext=ου (ου);<br /><b>1</b> fésole, banette, haricot à cosse allongée (phaseolus vulgaris), <i>plante</i>;<br /><b>2</b> chaloupe allongée.<br />'''Étymologie:''' DELG mot pê non i.-e. ou pê à rapprocher de [[φακός]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[φασολιά]] και ο [[καρπός]] της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> παλαιό [[μεταγωγικό]] [[πλοίο]] που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από [[καλάμι]] και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε σε [[μέγεθος]], με [[ιστιοφορία]] και [[πολλά]] [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από κάποια [[γλώσσα]] όχι απαραίτητα ινδοευρωπαϊκή, [[αφού]] [[άλλωστε]] και το [[φυτό]] αυτό προέρχεται από τις θερμές μεσογειακές περιοχές. Η λ. θα μπορούσε ίσως, από μορφολογική και σημασιολογική [[άποψη]], να έχει κάποια [[σχέση]] με τη λ. [[φακός]] και τους άλλους συγγενείς τ. (<b>βλ. λ.</b> [[φακός]]). Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>phas</i><i>ē</i><i>lus</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσηλος Medium diacritics: φάσηλος Low diacritics: φάσηλος Capitals: ΦΑΣΗΛΟΣ
Transliteration A: phásēlos Transliteration B: phasēlos Transliteration C: fasilos Beta Code: fa/shlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ (cf. Ath.2.56a, 4.139a: Lat.

   A phaselos is fem., Colum.10.377), a kind of bean, calavance, Vigna sinensis, Epich. 151, Ar.Pax 1144 (troch.), Demetr.Com.Vet.5, Wilcken Chr.198.18 (iii B. C.), etc.; cf. φασίολος.    II hence Lat. phaselus, a light boat, canoe, skiff, from its like ness to a bean-pod, Catull.4, Hor.Od.3.2.29.

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, auch φασήολος und φασίολος geschr., 1) eine Pflanze, die eßbare Schoten trägt, eine Art Bohnen, Phasolen od. Fisolen, Ar. Pax 1110, vgl. Ath. II, 56 a. – 2) ein schmaler, leichter Kahn, jedes schnellsegelnde Schiff, wahrscheinlich von seiner Aehnlichkeit mit der Schote des φάσηλος, Catull. 4.

Greek (Liddell-Scott)

φάσηλος: [ᾰ], ὁ, τὸ γνωστὸν φυτόν, ἡ «φασουλιά», καὶ τὸ ὄσπριον «φασοῦλι», Ἐπίχαρμ. 102 A??r., Ἀριστοφ. Εἰρήν. 1144, Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 1· τὸ ἀρσεν. γένος βεβαιοῦται ἐκ τοῦ Ἀθην. 56Α, 139Α, εἰ καὶ ὁ Colnuella ἔχει τὸ faselos, ὡς θηλ.· ― τύπος τις φασίολος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Διοσκ. 2, 130 καὶ τῷ Πολυδ. Α΄, 247· φασήολος παρὰ Γαληνῷ· Λατ. faseolus, παρὰ τῷ Colume la. II. ἐντεῦθεν Λατ. phaselos, ἐλαφρὸν πλοιάριον ἔχον τὸ σχῆμα φασουλίου, λέμβος, ἀκάτιον, Catull. 4, Ὁράτ. ᾨδ. 3. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

ου (ου);
1 fésole, banette, haricot à cosse allongée (phaseolus vulgaris), plante;
2 chaloupe allongée.
Étymologie: DELG mot pê non i.-e. ou pê à rapprocher de φακός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η φασολιά και ο καρπός της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», Αθήν.)
2. παλαιό μεταγωγικό πλοίο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από καλάμι και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε σε μέγεθος, με ιστιοφορία και πολλά κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από κάποια γλώσσα όχι απαραίτητα ινδοευρωπαϊκή, αφού άλλωστε και το φυτό αυτό προέρχεται από τις θερμές μεσογειακές περιοχές. Η λ. θα μπορούσε ίσως, από μορφολογική και σημασιολογική άποψη, να έχει κάποια σχέση με τη λ. φακός και τους άλλους συγγενείς τ. (βλ. λ. φακός). Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. phasēlus)].