έρδω: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]], [[εκτελώ]] (α. ἔρξον, [[ὅπως]] ἐθέλεις, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] (α. «[[κατά]] βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[έρδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fέρζδω</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εργjω</i><br />το ρ. [[έρδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>werĝ</i>- «[[κάνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[έργον]], [[ρέζω]]). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. <i>v∂r∂zyeiti</i> = γοτθ. <i>waurkeip</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurchit</i>, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wrĝ</i>-<i>ieti</i>, ενώ το [[έρδω]] διατήρησε την απαθή. Η [[χρήση]] του ρ. υποχώρησε [[νωρίς]] [[έναντι]] τών συνωνύμων: [[εργάζομαι]], [[ποιώ]], [[πράττω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έργμα]], [[έρκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απέρδω]], [[προσέρδω]], [[συνέρδω]].
|mltxt=[[ἔρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]], [[εκτελώ]] (α. ἔρξον, [[ὅπως]] ἐθέλεις, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θυσιάζω]] (α. «[[κατά]] βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[έρδω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fέρζδω</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>εργjω</i><br />το ρ. [[έρδω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>werĝ</i>- «[[κάνω]]» (πρβλ. [[έργον]], [[ρέζω]]). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. <i>v∂r∂zyeiti</i> = γοτθ. <i>waurkeip</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>wurchit</i>, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>wrĝ</i>-<i>ieti</i>, ενώ το [[έρδω]] διατήρησε την απαθή. Η [[χρήση]] του ρ. υποχώρησε [[νωρίς]] [[έναντι]] τών συνωνύμων: [[εργάζομαι]], [[ποιώ]], [[πράττω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[έργμα]], [[έρκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απέρδω]], [[προσέρδω]], [[συνέρδω]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἔρδω (Α)
1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ.
β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ.
β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω < Fέρζδω < (F)εργjω
το ρ. έρδω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werĝ- «κάνω» (πρβλ. έργον, ρέζω). Συνδέεται με ενεστ. αβεστ. v∂r∂zyeiti = γοτθ. waurkeip, αρχ. άνω γερμ. wurchit, οι οποίοι όμως σχηματίστηκαν από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας wrĝ-ieti, ενώ το έρδω διατήρησε την απαθή. Η χρήση του ρ. υποχώρησε νωρίς έναντι τών συνωνύμων: εργάζομαι, ποιώ, πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. έργμα, έρκτωρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. απέρδω, προσέρδω, συνέρδω.