ίουλος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἴουλος]])<br /><b>1.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] που εμφανίζονται στο ανδρικό [[γένι]], το [[χνούδι]] («στείχει δ' [[ἴουλος]] [[ἄρτι]] διὰ παρηΐδων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες<br /><b>3.</b> <b>(φυτ.)</b> απλή ή σύνθετη [[βοτρυώδης]] [[ταξιανθία]] που παρουσιάζεται σε [[πολλά]] φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]] από στάχια<br /><b>2.</b> ωδή [[προς]] τιμήν της Δήμητρας<br /><b>3.</b> το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων [[φυτών]], κν. [[ψαλίδα]]<br /><b>4.</b> [[έντομο]] όμοιο με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό [[περικάλυμμα]] του λεπτοκαρύου<br /><b>6.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιουλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο τ. <i>FiFολνος</i> ή <i>Fι</i>-<i>Fολσος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἴονθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>FıFονθος</i>). Συνδέεται με τα [[οὖλος]] «εριού-χος, [[πυκνός]]» και [[εἰλέω]] (Ι) «[[συστρέφω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[είλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιουλίς]] <b>αρχ.</b> [[ιουλίζω]], <i>ιουλώ</i>, [[ιουλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιουλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ιουλόπεζος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ιουλοφυῶ</i>. (Β' συνθετικό) [[καλλίουλος]].
|mltxt=ο (Α [[ἴουλος]])<br /><b>1.</b> οι πρώτες [[τρίχες]] που εμφανίζονται στο ανδρικό [[γένι]], το [[χνούδι]] («στείχει δ' [[ἴουλος]] [[ἄρτι]] διὰ παρηΐδων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες<br /><b>3.</b> <b>(φυτ.)</b> απλή ή σύνθετη [[βοτρυώδης]] [[ταξιανθία]] που παρουσιάζεται σε [[πολλά]] φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δέμα]] από στάχια<br /><b>2.</b> ωδή [[προς]] τιμήν της Δήμητρας<br /><b>3.</b> το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων [[φυτών]], κν. [[ψαλίδα]]<br /><b>4.</b> [[έντομο]] όμοιο με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>5.</b> το [[άνθος]] της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό [[περικάλυμμα]] του λεπτοκαρύου<br /><b>6.</b> [[είδος]] ψαριού, [[ιουλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αναδιπλασιασμένο τ. <i>FiFολνος</i> ή <i>Fι</i>-<i>Fολσος</i> (πρβλ. [[ἴονθος]] <span style="color: red;"><</span> <i>FıFονθος</i>). Συνδέεται με τα [[οὖλος]] «εριού-χος, [[πυκνός]]» και [[εἰλέω]] (Ι) «[[συστρέφω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[είλω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιουλίς]] <b>αρχ.</b> [[ιουλίζω]], <i>ιουλώ</i>, [[ιουλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιουλοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ιουλόπεζος</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>ιουλοφυῶ</i>. (Β' συνθετικό) [[καλλίουλος]].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο (Α ἴουλος)
1. οι πρώτες τρίχες που εμφανίζονται στο ανδρικό γένι, το χνούδι («στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων», Αισχύλ.)
2. ζωολ. γένος μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες
3. (φυτ.) απλή ή σύνθετη βοτρυώδης ταξιανθία που παρουσιάζεται σε πολλά φυτά
αρχ.
1. δέμα από στάχια
2. ωδή προς τιμήν της Δήμητρας
3. το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων φυτών, κν. ψαλίδα
4. έντομο όμοιο με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
5. το άνθος της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό περικάλυμμα του λεπτοκαρύου
6. είδος ψαριού, ιουλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο τ. FiFολνος ή -Fολσος (πρβλ. ἴονθος < FıFονθος). Συνδέεται με τα οὖλος «εριού-χος, πυκνός» και εἰλέω (Ι) «συστρέφω» (βλ. λ. είλω).
ΠΑΡ. ιουλίς αρχ. ιουλίζω, ιουλώ, ιουλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιουλοφόρος
αρχ.
ιουλόπεζος
μσν.
ιουλοφυῶ. (Β' συνθετικό) καλλίουλος.