αλίμονο: Difference between revisions
οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[επιφώνημα]] σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του<br />β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική [[πτώση]]<br />γ) αναλυτικά με την [[πρόθεση]] σε και [[αιτιατική]] και δ) με ουσιαστικό ή [[επίθετο]]<br />[[εκτός]] από [[λύπη]], εκφράζει [[απορία]], [[έκπληξη]], [[προσφώνηση]], [[απειλή]] ή [[επιβεβαίωση]] («αλίμονό μου», «[[αλίμονο]] σε [[σένα]]», «[[αλίμονο]] τί έπαθα», «[[αλίμονο]] που θα μείνει [[μόνος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφωνηματική λ. αβέβαιης ετυμολογίας<br />[[κατά]] μία [[άποψη]] η λ. προήλθε από το ευαγγελικό [[επιφώνημα]] <i>ἠλὶ ἠλὶ</i> (τα τελευταία [[λόγια]] του Χριστού [[πάνω]] στον Σταυρό) και το [[επιφώνημα]] <i>ἆ</i> που προτάσσεται (<b>βλ.</b> και <i>αλί</i>). Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. προέρχεται από την αρχαία επιφωνηματική [[φράση]] <i>ἀλλ</i>’ [[οἴμοι]] ( | |mltxt=[[επιφώνημα]] σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του<br />β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική [[πτώση]]<br />γ) αναλυτικά με την [[πρόθεση]] σε και [[αιτιατική]] και δ) με ουσιαστικό ή [[επίθετο]]<br />[[εκτός]] από [[λύπη]], εκφράζει [[απορία]], [[έκπληξη]], [[προσφώνηση]], [[απειλή]] ή [[επιβεβαίωση]] («αλίμονό μου», «[[αλίμονο]] σε [[σένα]]», «[[αλίμονο]] τί έπαθα», «[[αλίμονο]] που θα μείνει [[μόνος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφωνηματική λ. αβέβαιης ετυμολογίας<br />[[κατά]] μία [[άποψη]] η λ. προήλθε από το ευαγγελικό [[επιφώνημα]] <i>ἠλὶ ἠλὶ</i> (τα τελευταία [[λόγια]] του Χριστού [[πάνω]] στον Σταυρό) και το [[επιφώνημα]] <i>ἆ</i> που προτάσσεται (<b>βλ.</b> και <i>αλί</i>). Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. προέρχεται από την αρχαία επιφωνηματική [[φράση]] <i>ἀλλ</i>’ [[οἴμοι]] (πρβλ. και [[γραφή]] [[αλλοίμονο]]). Τέλος, [[κατά]] τον Φιλήντα, το [[επιφώνημα]] [[αλίμονο]] προήλθε από την επιφωνηματική [[φράση]] <i>αλί</i> (σε) <i>μένα</i> > <i>αλίμενα</i> > <i>αλίμενο</i> > [[αλίμονο]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 23 December 2018
Greek Monolingual
επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του
β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση
γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο
εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή επιβεβαίωση («αλίμονό μου», «αλίμονο σε σένα», «αλίμονο τί έπαθα», «αλίμονο που θα μείνει μόνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφωνηματική λ. αβέβαιης ετυμολογίας
κατά μία άποψη η λ. προήλθε από το ευαγγελικό επιφώνημα ἠλὶ ἠλὶ (τα τελευταία λόγια του Χριστού πάνω στον Σταυρό) και το επιφώνημα ἆ που προτάσσεται (βλ. και αλί). Κατ’ άλλη άποψη η λ. προέρχεται από την αρχαία επιφωνηματική φράση ἀλλ’ οἴμοι (πρβλ. και γραφή αλλοίμονο). Τέλος, κατά τον Φιλήντα, το επιφώνημα αλίμονο προήλθε από την επιφωνηματική φράση αλί (σε) μένα > αλίμενα > αλίμενο > αλίμονο].