ἀκουάζομαι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκουάζομαι]] (Α) [[ἀκουή]]<br /><b>1.</b> [[ακούω]], [[προσέχω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] καλεσμένος, προσκεκλημένος<br /><b>3.</b> <b>Ιατρ.</b> [[ακούω]], [[ακροώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προτιμότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ἀκουάζομαι]] δεν [[είναι]] παράγωγο της λ. [[ἀκουή]] [[αλλά]] επαυξημένος [[εκφραστικός]] τ. προερχόμενος από το ρ. [[ἀκούω]]. | |mltxt=[[ἀκουάζομαι]] (Α) [[ἀκουή]]<br /><b>1.</b> [[ακούω]], [[προσέχω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] καλεσμένος, προσκεκλημένος<br /><b>3.</b> <b>Ιατρ.</b> [[ακούω]], [[ακροώμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προτιμότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ἀκουάζομαι]] δεν [[είναι]] παράγωγο της λ. [[ἀκουή]] [[αλλά]] επαυξημένος [[εκφραστικός]] τ. προερχόμενος από το ρ. [[ἀκούω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκουάζομαι:''' [ᾰκ], αποθ., μόνο σε ενεστ. [[ἀκούω]], [[ακούω]] ή [[προσέχω]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· <i>δαιτὸς ἀκουάζεσθον</i>, είστε προσκεκλημένοι στο [[συμπόσιο]], στο [[γλέντι]], στο [[φαγοπότι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A hear, listen to, c. gen., ἀοιδοῦ Od.9.7, cf. 13.9; δαιτὸς ἀκουάζεσθον ye are bidden to the feast, like καλεῖσθαι, Il.4.343: Medic., of auscultation, ἀ. πρὸς τὰ πλευρά Hp.Morb.2.61:—Act., h.Merc.423.
German (Pape)
[Seite 78] hören, Hom. dreimal, in derselben Stelle des Verses, Versende ἀκουάζωνται ἀοιδοῦ Od. 9, 7 u. ἀκουάζεσθε δ' ἀοιδοῦ 13, 9; – πρώτωγὰρ καὶ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο Iliad. 4, 343; Scholl. Aristonic. ὅτι ἀκουάζεσθον εἶπε τροπικῶς ἀντὶ τοῦ ἐπαισθάνεσθαι, ἐπεὶ ἡ ἀκοὴ εἶδός ἐστιν αἰσθήσεως ..... καὶ τὸ »τοὶ δὲ (Bkk. οὐδὲ) πληγῆς ἀίοντες (11, 532)«; Didym. Scholl. οὐ λέγει δὲ τῆς ἐμῆς δαιτὸς πρῶτοι ἀκούετε, ἀλλὰ πρῶτοί μου ἀκούετε περὶ δαιτός. οὕτως Ἀρίσταρχος. – H. Merc. 423 aktiv. ἀκουάζοντα θυμῷ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουάζομαι: [ἄκ], ἀποθ. = ἀκούω ἢ προσέχω εἴς τινα, μ. γεν., ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ι. 7· πρβλ. Ν. 9· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, εἶσθε προσκεκλημένοι εἰς τὴν εὐωχίαν, ὡς τὸ καλεῖσθαι, Λατ. vocari, Ἰλ. Δ. 343: - ἀπολ. ἀκροῶμαι, ἀκούω, Ἱππ. 483.10. - Ἐν τῷ Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 423 εὕρηται, καὶ ἀκουάζω.
French (Bailly abrégé)
entendre : τινος OD qqn ; δαιτός IL s’entendre inviter à un repas.
Étymologie: ἀκούω.
English (Autenrieth)
listen with delight, ἀοιδοῦ, ‘to the bard;’ δαιτὸς ἀκουάζεσθον ἐμεῖο, ‘hear from me the glad call to the feast,’ Il. 4.343.
Greek Monolingual
ἀκουάζομαι (Α) ἀκουή
1. ακούω, προσέχω
2. είμαι καλεσμένος, προσκεκλημένος
3. Ιατρ. ακούω, ακροώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προτιμότερη θεωρείται η άποψη ότι το ρ. ἀκουάζομαι δεν είναι παράγωγο της λ. ἀκουή αλλά επαυξημένος εκφραστικός τ. προερχόμενος από το ρ. ἀκούω.
Greek Monotonic
ἀκουάζομαι: [ᾰκ], αποθ., μόνο σε ενεστ. ἀκούω, ακούω ή προσέχω σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαιτὸς ἀκουάζεσθον, είστε προσκεκλημένοι στο συμπόσιο, στο γλέντι, στο φαγοπότι, σε Ομήρ. Ιλ.