ἀμαχητί: Difference between revisions
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α ἀμαχητὶ) [[ἀμάχητος]]<br />[[δίχως]] [[μάχη]], [[δίχως]] [[χρήση]] όπλων και βίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίχως]] [[αντίσταση]], [[δίχως]] [[αντίρρηση]]. | |mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α ἀμαχητὶ) [[ἀμάχητος]]<br />[[δίχως]] [[μάχη]], [[δίχως]] [[χρήση]] όπλων και βίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίχως]] [[αντίσταση]], [[δίχως]] [[αντίρρηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμᾰχητί:''' επίρρ. του επόμ., [[χωρίς]] [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv. of sq.,
A without battle, without stroke of sword, Il.21.437, Hdt.1.174 (freq. written -τεί in codd., X.Cyr.4.2.28, etc.).
German (Pape)
[Seite 117] dasselbe, Hom. einmal, Il. 21, 437; Her 1, 174 u. öfter; Xen. An. 4, 2, 15 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰχητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., = ἄνευ μάχης, ἄνευ τῆς χρήσεως ὅπλου, Ἰλ. Φ. 437, Ἡρόδ. 1. 174: ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 28, Ἁν. 4. 2, 15‧ τὰ χειρόγραφα κυμαίνονται μεταξὺ τοῦ ἀμαχητὶ καὶ -τεί, πρβλ. Βλωφμ. Αἰσχύλ. Πρ. 216.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. ἀμαχεί.
Étymologie: ἀμάχητος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἀμᾰχητί)
adv. sin lucha, sin resistencia ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε Il.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.Cyr.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.BI 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.AI 8.260.
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) ἀμάχητος
δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας
νεοελλ.
δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση.