ἄνοικτος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[implacable]] ὅστις [[ἄνοικτος]] ... ἐστίν E.<i>Tr</i>.787, [[ἄνοικτος]] ὃς ... E.<i>Fr</i>.120, cf. Ar.<i>Th</i>.1022, de un tipo de delfines, Ael.<i>NA</i> 16.18, ψυχή LXX 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin piedad]] κεῖται ἀ. S.<i>OT</i> 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.<i>Tr</i>.756. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[implacable]] ὅστις [[ἄνοικτος]] ... ἐστίν E.<i>Tr</i>.787, [[ἄνοικτος]] ὃς ... E.<i>Fr</i>.120, cf. Ar.<i>Th</i>.1022, de un tipo de delfines, Ael.<i>NA</i> 16.18, ψυχή LXX 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin piedad]] κεῖται ἀ. S.<i>OT</i> 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.<i>Tr</i>.756. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄνοικτος:''' -ον, [[ανοικτίρμων]], [[σκληρός]], [[αδίστακτος]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pitiless, ruthless, E.Tr.787, Ar.Th.1022. Adv. -τως without pity, without being pitied, S.OT180, E.Tr.756: also ἀνοίκτρως Ant.Lib.39 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 240] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοικτος: -ον, ὁ ἄνευ οἴκτου ἢ ἐλέους, ἀνοικτίρμων, σκληρός, Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα ... κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impitoyable.
Étymologie: ἀ, οἶκτος.
Spanish (DGE)
-ον
1 implacable ὅστις ἄνοικτος ... ἐστίν E.Tr.787, ἄνοικτος ὃς ... E.Fr.120, cf. Ar.Th.1022, de un tipo de delfines, Ael.NA 16.18, ψυχή LXX 3Ma.4.4.
2 adv. -ως sin piedad κεῖται ἀ. S.OT 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.Tr.756.
Greek Monotonic
ἄνοικτος: -ον, ανοικτίρμων, σκληρός, αδίστακτος, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, χωρίς οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ.