βόστρυχος: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[βόστρυχος]], Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)<br /><b>1.</b> [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών<br /><b>2.</b> [[πλεξίδα]] μαλλιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η έλικα του κλήματος<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] εντόμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[βόστρυχος]] [[πυρός]]» — η [[αστραπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με αρχ. νορβ. <i>kvaster</i> «[[θύσανος]], [[φούντα]]» [[καθώς]] και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, [[υπόθεση]] στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -<i>χος</i> με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος [[είναι]] ο [[συμφυρμός]] με τη λ. [[βότρυς]] (<b>βλ. λ.</b> [[βοστρύχιον]] και [[βότρυχος]])]. | |mltxt=ο (AM [[βόστρυχος]], Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)<br /><b>1.</b> [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών<br /><b>2.</b> [[πλεξίδα]] μαλλιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η έλικα του κλήματος<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] εντόμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[βόστρυχος]] [[πυρός]]» — η [[αστραπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με αρχ. νορβ. <i>kvaster</i> «[[θύσανος]], [[φούντα]]» [[καθώς]] και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, [[υπόθεση]] στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -<i>χος</i> με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος [[είναι]] ο [[συμφυρμός]] με τη λ. [[βότρυς]] (<b>βλ. λ.</b> [[βοστρύχιον]] και [[βότρυχος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, heterocl. pl. βόστρυχα in AP5.259 (Paul. Sil.), 6.71 (Id.): acc. pl.
A βόστρυχας Dionys.Av.2.7:—curl, lock of hair, Archil. 58, A.Ch.178, Ar.Nu.536, etc.: in sg. collectively, hair, ἀμπέτασον β. ὤμοις E.Hipp.202 (lyr.). 2 poet., anything twisted or wreathed, πυρὸς ἀμφήκης β. thunderbolt, A.Pr.1044: in pl., tendrils, Philostr. VA3.4. 3 metaph., ornament, τῆς ἠπείρου, of Smyrna, Aristid. Or.18(20).9; of Nicomedia, Lib.Or.61.12; ἑστίας χρυσοῦς β., of a son, Him. Or.23.7. II winged insect, perh.male of the glow-worm, Arist.HA551b26. 2 in pl., sea-wecd, Dionys.Av. l.c.
German (Pape)
[Seite 454] ὁ (vgl. βὁτρυς, βότρυχος), die Haarlocke, gekräuseltes Haar; Aesch. Ch. 166. 176; Ar. Nub. 528 u. sp. D.; spätere Prosa, LXX.; Luc. Deor. D. 2, 2. Uebertr., alles Geschlängelte, πυρὁς, Blitz, Aesch. Prom. 1046; vom Laube der Bäume Achill. Tat. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 boucle de cheveux, frisure;
2 p. anal. jet de foudre qui tournoie.
Étymologie: cf. βότρυς.
Spanish (DGE)
(βόστρῠχος) -ου, ὁ
• Morfología: [ac. plu. βόστρυχα AP 5.260 (Paul.Sil.)]
I del pelo
1 rizo, bucle Archil.166.2, A.Ch.178, E.Or.1267, Ar.Nu.536, Call.Fr.110.8, LXX Id.16.14, D.P.Au.2.9, Philostr.Ep.21, AP l.c., IStratonikeia 42.1
•fig. πυρὸς ἀμφήκης β. el doble bucle de fuego, e.d. el rayo, A.Pr.1044, βόστρυχον καπνοῦ rizo de humo S.Fr.1131.6 (cj.)
•conjunto de rizos, cabellera ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις extiende el pelo por los hombros E.Hipp.202
•Βόστρυχος Bucle tít. de una comedia de Alexis AB 115.12.
2 fig. adorno β. τῆς ἠπείρου de la ciu. de Esmirna, Aristid.Or.18.9, de Nicomedia, Lib.Or.61.12, ἑστίας χρυσοῦς β. Him.8.7.
II de otras cosas
1 zarcillo, follaje de plantas, Philostr.VA 3.4, Ach.Tat.1.15.4, Nonn.D.2.640.
2 n. de un insecto alado tal vez el macho de la luciérnaga, Arist.HA 551b26.
• Etimología: Término expresivo prob. contaminado de βότρυς q.u.
Greek Monolingual
ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)
1. μπούκλα, τούφα μαλλιών
2. πλεξίδα μαλλιών
αρχ.
1. η έλικα του κλήματος
2. ονομασία εντόμου
3. φρ. «βόστρυχος πυρός» — η αστραπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster «θύσανος, φούντα» καθώς και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή βάση. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, υπόθεση στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -χος με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος είναι ο συμφυρμός με τη λ. βότρυς (βλ. λ. βοστρύχιον και βότρυχος)].
Greek Monotonic
βόστρῠχος: ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. βότρυς),
1. μπούκλα μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς βόστρυχος, λέγεται για την αστραπή, στον ίδ.