ἐρωδιός: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(14) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, [[ρωδιός]] και αρωδιός, ο (AM ἔρωδιός και ῥωδιὸς)<br />[[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών ερωδιιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ιός</i>, όπως και σε άλλες ονομασίες πτηνών (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιγωλιός]], [[αιγυπιός]], [[χαραδριός]] <b>κ.ά.</b>). Συνδέεται πιθ. με λατ. <i>ardea</i>, με την [[ίδια]] σημ. και λιγότερο [[στενά]] με σερβ. <i>rόda</i> «[[πελαργός]]». Η [[γραφή]] του τ. με υπογεγραμμένη (<i>ερῳδιός</i>) στον Ηρωδιανό [[πρέπει]] να [[είναι]] [[υστερογενής]] και να οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τα επίθετα σε -[[ίδιος]]]. | |mltxt=και, [[ρωδιός]] και αρωδιός, ο (AM ἔρωδιός και ῥωδιὸς)<br />[[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών ερωδιιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ιός</i>, όπως και σε άλλες ονομασίες πτηνών (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιγωλιός]], [[αιγυπιός]], [[χαραδριός]] <b>κ.ά.</b>). Συνδέεται πιθ. με λατ. <i>ardea</i>, με την [[ίδια]] σημ. και λιγότερο [[στενά]] με σερβ. <i>rόda</i> «[[πελαργός]]». Η [[γραφή]] του τ. με υπογεγραμμένη (<i>ερῳδιός</i>) στον Ηρωδιανό [[πρέπει]] να [[είναι]] [[υστερογενής]] και να οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τα επίθετα σε -[[ίδιος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρωδιός:''' ὁ, [[ερωδιός]] ή [[ψαροφάγος]], Λατ. [[ardea]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, der Reiher, Il. 10, 274, wo er rechtsfliegend als glückverkündender Vogel erscheint; Aesch. frg. 257; Ar. Av. 886; Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωδιός: ὁ, τὸ ὄρνεον ὁ ἐρωδιός, κοινῶς «ῥωδιός», «ψαροφάγος», Λατ. ardea, Ἰλ. Κ. 274, Σιμωνίδης Ἰαμβογρ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 886, κλ.˙ ὡσαύτως ῥωδιός, Ἱππῶναξ 59: - ὑπὸ Ἀριστ. μνημονεύονται τρία εἴδη ἐρωδιῶν: ὁ πέλλος, πιθ. ὁ κοινὸς ἐρωδιός, Ardea cinarea ὁ λευκός, Α. egretta ὁ ἀστερίας, Α. stelleris, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23˙ ὁ ἐρωδιὸς περὶ οὗ λέγει ὁ Ὅμ. (Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὅτι ἐν τῷ βαθεῖ σκότει τῆς νυκτὸς ἔπεμψεν αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ εἰς τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Διομήδη ὅπως ἐμπνεύσῃ αὐτοῖς θάρρος, ἦτο πιθανῶς ὁ Α. nycticorax, ὁ νυκτοκόραξ. -Καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Β΄, 924) ἐρῳδιός.
Greek Monolingual
και, ρωδιός και αρωδιός, ο (AM ἔρωδιός και ῥωδιὸς)
γένος πτηνών της οικογένειας τών ερωδιιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη με επίθημα -ιός, όπως και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αιγωλιός, αιγυπιός, χαραδριός κ.ά.). Συνδέεται πιθ. με λατ. ardea, με την ίδια σημ. και λιγότερο στενά με σερβ. rόda «πελαργός». Η γραφή του τ. με υπογεγραμμένη (ερῳδιός) στον Ηρωδιανό πρέπει να είναι υστερογενής και να οφείλεται σε αναλογία προς τα επίθετα σε -ίδιος].
Greek Monotonic
ἐρωδιός: ὁ, ερωδιός ή ψαροφάγος, Λατ. ardea, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.