ἑλίκωψ: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλίκωψ]], ο, η (θηλ. [[ἑλικῶπις]], η) Α<br />αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές.
|mltxt=[[ἑλίκωψ]], ο, η (θηλ. [[ἑλικῶπις]], η) Α<br />αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλίκωψ:''' -ωπος, ὁ, η, θηλ. [[ἑλικῶπις]], <i>-ιδος</i>, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκωψ Medium diacritics: ἑλίκωψ Low diacritics: ελίκωψ Capitals: ΕΛΙΚΩΨ
Transliteration A: helíkōps Transliteration B: helikōps Transliteration C: elikops Beta Code: e(li/kwy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, ἡ, fem. ἑλῐκ-ῶπις, ιδος,

   A with rolling eyes, quick-glancing, as a mark of youth and spirits (not in Od.), ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il.1.389, al.; ἑλικῶπις κούρη ib.98; νύμφη Hes.Th.298, cf. Sapph.Supp.20a.5; παρθένοι, Ἀφροδίτη, Pi.Pae.2.99,P.6.1.

German (Pape)

[Seite 797] ωπος, mit rollenden Augen, mit munterem, lebhaftem Blicke, bes. als Ausdruck des Muthes; ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il. 1, 389 u. öfter; VLL. ὁ τὴν ὄψιν γοργὸς καὶ συχνὰ τοὺς ὦπας ἑλίσσων ὅποι δέον ἐστὶ καὶ μὴ νωθρός, od. ὁ τοὺς τῶν ὁρώντων ὀφθαλμοὺς ἑλίσσων ἐφ' ἑαυτόν, ἀγητὸς ὢν καὶ ἀξιοθέατος u. anderes Wunderliche; im fem. den lebhaften, jugendlichen Blick bezeichnend.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλίκωψ: -ωπος, ὁ, ἡ, θηλ. ἑλικῶπις, ιδος, ὁ ἔχων εὐστρόφους καὶ ζωηροὺς ὀφθαλμούς, ὁ εὐόφθαλμος, ὡς χαρακτηριστικὸν ζωηρᾶς νεότητος, ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 389, κτλ.· ἑλικώπιδα κούρην Α. 98· νύμφη Ἡσ. Θ. 298· Ἀφροδίτη Πίνδ. Π.6. 1. Οὔτε ὁ ἀρσ. οὔτε ὁ θηλ. τύπος ἀπαντᾷ ἐν Ὀδυσ.

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ, ἡ)
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλίσσω, ὤψ.

Spanish (DGE)

-ωπος

• Alolema(s): ἐλί- Alc.283.16

• Prosodia: [-ῐ-]
I sent. dud., ref. la mirada o el rostro
1 de ojos que giran, de ojos vivos de pers. y anim. ἑλίκωπες Ἀχαιοί Il.1.389, 3.190, cf. Alc.l.c., λαγωοί Nonn.D.48.900, cf. Gr.Naz.M.37.1489A.
2 interpr. en comentaristas y lexicógrafos antiguos de ojos negros Hsch.ε 2091, Eust.120.44
de hermosos ojos Hsch.ε 2083
de rostro redondo Hsch.ε 2091
de hermosa apariencia, admirable, digno de verse Sch.Er.Il.3.190a
de ojos que miran a la Osa Mayor, Et.Gud.s.u. ἑλίκωπες, EM 332.19G.
II ref. al pelo
1 retorcido, rizado πλόκαμοι Hsch.ε 2090
de pelo rizado Hsch.ε 2084, EM 332.3G.

Greek Monolingual

ἑλίκωψ, ο, η (θηλ. ἑλικῶπις, η) Α
αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές.

Greek Monotonic

ἑλίκωψ: -ωπος, ὁ, η, θηλ. ἑλικῶπις, -ιδος, αυτός που έχει ζωηρά και έξυπνα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ.