δυσμήχανος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσμήχανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσκατόρθωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[δυσκολία]], σε [[αμηχανία]].
|mltxt=[[δυσμήχανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δυσκατόρθωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[δυσκολία]], σε [[αμηχανία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσμήχᾰνος:''' -ον ([[μηχανή]]), [[δύσκολος]] να πραγματοποιηθεί, [[δυσκατόρθωτος]], δυσεκτέλεστος.
}}
}}

Revision as of 19:21, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήχᾰνος Medium diacritics: δυσμήχανος Low diacritics: δυσμήχανος Capitals: ΔΥΣΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: dysmḗchanos Transliteration B: dysmēchanos Transliteration C: dysmichanos Beta Code: dusmh/xanos

English (LSJ)

ον,

   A hard to effect, Epimen. ap. D.L.1.113; difficult, Ἀρχύτεω δυσμήχανα ἔργα κυλίνδρων Eratosth.Fr.35.7; prob. f.l. for δύσμαχον, J.BJ4.1.2.    II Act., at a loss, πρός τι Them.Or. 10.137b.    III devising ill, Nonn.D.44.210; δόλος ib.35.273; also, ill-devised, wicked, ἔργον Opp.H.3.404.

German (Pape)

[Seite 684] 1) schwer auszuführen, schwierig; δ. ἔργον ἀνύσσαι Opp. H. 3, 404, u. a. Sp. – 2) bei Themist. = der sich nicht zu rathen weiß, rathlos, πρός τι.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήχᾰνος: -ον, δυσκατόρθωτος, δυσεκτέλεστος, Ἐπιμεν. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113, Ὀππ. Ἁλ. 3. 404. ΙΙ. ἐνεργ., ἐν ἀπορίᾳ εὑρισκόμενος, ἀπορῶν, Θεμιστλ 137Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à accomplir;
2 embarrassé, dépourvu de ressources.
Étymologie: δυσ-, μηχανή.

Spanish (DGE)

(δυσμήχᾰνος) -ον

• Alolema(s): dór. δυσμά- Epimenid. en D.L.1.113
I 1difícil en neutr. y c. εἰμί: δυσμάχανον γὰρ ἀνθρώπως ἐλευθεριάξαντας ἐν τεθμοῖς ἀρίστοις δούλως ἦμεν es duro que hombres educados en la libertad bajo las mejores leyes sean esclavos Epimenid.l.c., c. inf. φάσσας δ' ἑλεῖν ἐστι δυσμηχανώτατον D.P.Au.3.12
gener. Ἀρχύτεω δυσμήχανα ἔργα κυλίνδρων Eratosth.35.7, ἄγρη Opp.H.2.166.
2 malévolo δυσμήχανον ἔργον ἀνύσσαι Opp.H.3.404, Ἥρη Nonn.D.44.210, cf. 48.882, δόλος Nonn.D.35.273.
3 de una ciudad difícil de tomar, inexpugnable I.BI 4.9.
II sólo de pers. que tiene dificultad para actuar, impotente ὁ βασιλεὺς οὔτε πρὸς τὴν φύσιν τοῦ τόπου δ. ἦν Them.Or.10.137b.

Greek Monolingual

δυσμήχανος, -ον (Α)
1. δυσκατόρθωτος
2. αυτός που βρίσκεται σε δυσκολία, σε αμηχανία.

Greek Monotonic

δυσμήχᾰνος: -ον (μηχανή), δύσκολος να πραγματοποιηθεί, δυσκατόρθωτος, δυσεκτέλεστος.