χαλεπότης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[χαλεπός]]<br /><b>1.</b> [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[δυστροπία]], [[ιδιοτροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[τραχύτητα]], το δύσβατο<br /><b>2.</b> [[αυστηρότητα]], [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]]<br /><b>3.</b> (για ίππο) ατίθαση [[φύση]], [[κακό]] [[φυσικό]].
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[χαλεπός]]<br /><b>1.</b> [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[δυστροπία]], [[ιδιοτροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[τραχύτητα]], το δύσβατο<br /><b>2.</b> [[αυστηρότητα]], [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]]<br /><b>3.</b> (για ίππο) ατίθαση [[φύση]], [[κακό]] [[φυσικό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χᾰλεπότης:''' -ητος, ἡ ([[χαλεπός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[δυσκολία]], [[τραχύτητα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[τραχύτητα]], [[σκληρότητα]], [[αγριότητα]], [[δριμύτητα]], [[αυστηρότητα]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυστροπία]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλεπότης Medium diacritics: χαλεπότης Low diacritics: χαλεπότης Capitals: ΧΑΛΕΠΟΤΗΣ
Transliteration A: chalepótēs Transliteration B: chalepotēs Transliteration C: chalepotis Beta Code: xalepo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A difficulty, ruggedness, τῶν χωρίων Th.4.12,33: metaph. in pl., μεγάλας ἔχουσιν αἱ σύντομοι [ὁδοὶ] χαλεπότητας Jul.Or.7.225c.    2 generally, difficulty, of understanding, Arist.APo.93b34.    II mostly of persons, harshness, severity, opp. ῥᾳστώνη, Pl.Criti.107c, Lg.902c; ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. Id.Sph.254a; τρόπων χ. Id.Lg.929d; τῶν πολιτειῶν Isoc.4.142; abs., Th.1.84, Isoc.2.24, etc.; of the Lacedaemonians, Id.12.90; μετὰ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαι Id.15.20; of the laws of Draco, Arist.Pol. 1274b17: pl., opp. πραότητες, Isoc.5.116.    2 ill-temper, vice, of a horse, X.Eq.3.10.

German (Pape)

[Seite 1328] ητος, ἡ, Schwierigkeit, Beschwerlichkeit; τῶν πολιτειῶν Isocr. 4, 142; χωρίων Thuc. 4, 33. Gew. übertr. von Menschen, schwieriges, unangenehmes, mürrisches Wesen, Ggstz ῥᾳστώνη, Plat. Legg. X, 902 c; Heftigkeit, Rauhheit, Härte, mürrische u. unzufriedene Sinnesart, τρόπων XI, 929 d; Thuc. 1, 84; μητρός Xen. Mem. 2, 2,7; Sp., wie Plut. Thes. 36 u. oft; μετὰ θορύβου καὶ χαλεπότητος ἀκούειν Isocr. 15, 20, u. sonst; – Arist. legt den Gesetzen des Drakon den Charakter der χαλεπότης bei, Polit. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλεπότης: -ητος, ἡ, ἡ τραχύτης, τὸ δύσβατον, τῶν χωρίων Θουκ. 4. 12, 33. 2) ἐπὶ λόγων, δυσκολία, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 10, 1, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 254Α. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν σχέσει πρὸς ἀνθρώπους, τραχύτης, σκληρότης, ἀγριότης, δυστροπία, αὐστηρότης, ὀργιλότης, δυσκολία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ῥᾳστώνη, Πλάτ. Κριτί. 107C, Νόμ. 902C· ἡ τοῦ σοφιστοῦ χ. ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 254Α· τρόπων χ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 929D· τῆς πολιτείας Ἰσοκρ. 70Α· καὶ ἀπολ., Θουκ. 1. 84, κλπ.· περὶ τῶν Λακεδαιμονίων, Ἰσοκρ. 251C· χαλεπότητι κολάζειν ὁ αὐτ. 19D· μετὰ χαλεπότητος ἀκούειν ὁ αὐτ. 314Β· ἐπὶ τῶν νόμων τοῦ Δράκοντος, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· ― ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετον τῷ πραότητες, Ἰσοκρ. 106Α. 2) ἐπὶ ἵππου, κακὸν φυσικόν, κακὴ ἕξις, δυστροπία, δεῖ δὲ καὶ εἴ τινα χαλεπότητα ἔχοι ὁ ἵππος, καταμανθάνειν Ξεν. Ἱππ. 3. 10· πρβλ. χαλεπὸς Α. ΙΙ. 1. δ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
désagrément, incommodité, difficulté :
1 en parl. de lieux χωρίων THC difficulté de terrain;
2 caractère difficile, humeur chagrine, malveillance ou hostilité.
Étymologie: χαλεπός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ χαλεπός
1. δυσκολία, δυσχέρεια
2. δυστροπία, ιδιοτροπία
αρχ.
1. (για τόπο) τραχύτητα, το δύσβατο
2. αυστηρότητα, σκληρότητα, αγριότητα
3. (για ίππο) ατίθαση φύση, κακό φυσικό.

Greek Monotonic

χᾰλεπότης: -ητος, ἡ (χαλεπός
I. δυσκολία, τραχύτητα, σε Θουκ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα, δριμύτητα, αυστηρότητα, στον ίδ. κ.λπ.
2. δυστροπία, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.