προσηγορικός: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br /><b>φρ.</b> «προσηγορικά ονόματα» ή [[απλώς]] «τα προσηγορικά»<br /><b>γραμμ.</b> ουσιαστικά που σημαίνουν [[σύνολο]] προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. [[άνθρωπος]], [[γάτα]], [[ποτάμι]], τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. <i>ζωή</i>, [[χαρά]], ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. [[νερό]], <i>φως</i>, [[φεγγάρι]], [[κόλαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσηγορία]], στην [[προσωνυμία]], στην [[ονομασία]] (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρωνύμιο]], [[παρατσούκλι]] («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς [[φύσεις]] ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῡ σώματος εἴδη καὶ [[πάθη]] τίθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσηγορικῶς</i> Μ<br />με απλή [[ονομασία]], [[απλώς]] ονομάζοντας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους όρους [[κυρίως]] ή <i>αληθώς</i> («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.). | |mltxt=-ή, -ό / [[προσηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br /><b>φρ.</b> «προσηγορικά ονόματα» ή [[απλώς]] «τα προσηγορικά»<br /><b>γραμμ.</b> ουσιαστικά που σημαίνουν [[σύνολο]] προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. [[άνθρωπος]], [[γάτα]], [[ποτάμι]], τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. <i>ζωή</i>, [[χαρά]], ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. [[νερό]], <i>φως</i>, [[φεγγάρι]], [[κόλαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσηγορία]], στην [[προσωνυμία]], στην [[ονομασία]] (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρωνύμιο]], [[παρατσούκλι]] («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς [[φύσεις]] ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῡ σώματος εἴδη καὶ [[πάθη]] τίθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσηγορικῶς</i> Μ<br />με απλή [[ονομασία]], [[απλώς]] ονομάζοντας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους όρους [[κυρίως]] ή <i>αληθώς</i> («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[προσφώνηση]], προσηγορικὸν [[ὄνομα]], το Ρωμαϊκό [[praenomen]] ή [[επώνυμο]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for addressing, π. ὄνομα,= Lat. praenomen, opp. nomen (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also,= cognomen, Plu.Mar.1. II Gramm., τὰ π. appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ π. A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ π. Hermog.Stat.1; περὶ τῶν π., title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. -κῶς by one's common name, Ph.1.150; τὰ π. ἄρμενα καλούμενα vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.
German (Pape)
[Seite 764] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. ὄνομα, Zunamen, D. Hal. 3, 65.
Greek (Liddell-Scott)
προσηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς προσηγορίαν, πρ. ὄνομα λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· ὡσαύτως καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. ὄνομα πρ., = προσηγορία ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν ὄνομα, surnom.
Étymologie: προσήγορος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προσήγορος
φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά»
γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή, χαρά, ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. νερό, φως, φεγγάρι, κόλαση
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσηγορία, στην προσωνυμία, στην ονομασία (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)
αρχ.
παρωνύμιο, παρατσούκλι («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῡ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι», Πλούτ.).
επίρρ...
προσηγορικῶς Μ
με απλή ονομασία, απλώς ονομάζοντας, σε αντιδιαστολή προς τους όρους κυρίως ή αληθώς («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.).
Greek Monotonic
προσηγορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε προσφώνηση, προσηγορικὸν ὄνομα, το Ρωμαϊκό praenomen ή επώνυμο, σε Πλούτ.