ἔχις: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔχις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπους) [[κακός]], ύπουλος και [[επιβλαβής]] [[προς]] τους άλλους [[χαρακτήρας]] («[[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] φυτού, το [[έχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έχιδνα]]].
|mltxt=[[ἔχις]], -εως, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ανθρώπους) [[κακός]], ύπουλος και [[επιβλαβής]] [[προς]] τους άλλους [[χαρακτήρας]] («[[ὅταν]] συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] φυτού, το [[έχιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[έχιδνα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔχῐς:''' -εως, ὁ, γεν. πληθ. <i>ἐχέων</i>, [[οχιά]], [[έχιδνα]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[συκοφάντης]] καὶ [[ἔχις]] τὴν φύσιν, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔχῐς Medium diacritics: ἔχις Low diacritics: έχις Capitals: ΕΧΙΣ
Transliteration A: échis Transliteration B: echis Transliteration C: echis Beta Code: e)/xis

English (LSJ)

[Nic. Th.223, -ῑς metri gr. IG2.1660], εως, ὁ (ἡ Opp.C.3.439), gen. pl.

   A ἔχεων Pl.Euthd.290a: gen. sg. ἔχιος Nic.Th.130: pl., dat. ἐχίεσσι ib.826; gen. ἐχίων ib.653; acc. ἔχιας ib.9, but ἔχεις Thphr. Char.1.7:—viper, Pl.Smp.217e, Arist.HA511a16, etc.: metaph., συκοφάντης καὶ ἔ. τὴν φύσιν D.25.96; ὥσπερ ἔ. ἢ σκορπίος ἠρκὼς τὸ κέντρον ib.52; cf. ἔχιδνα.    II = ἔχιον 11, Nic.Th.541, 636, Plin. HN22.50.

German (Pape)

[Seite 1126] ιος u. εως, ὁ, fem. nur Opp. Cyn. 3, 439, sonst ist ἔχιδνα das fem., obgleich Einige dies für eine andere Schlangengattung halten, vgl. Ael. h. A. 10, 9; die Natter, Viper, Plat. Conv. 217 e u. Folgde. Uebertr. sagt Dem. 25, 96 ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, einen Menschen von Natternatur.

Greek (Liddell-Scott)

ἔχῐς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἔχεων, Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· παρὰ τῷ Νικάνδρῳ γεν. ἔχιος, πληθ. ἐχίσεσσι, ἔχιας. Ἔχιδνα, «ὀχιά», «ὄχεντρα», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 28 (ἔνθα διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὠοτόκου ὄφεως), κτλ.· συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν Δημ. 799. 4· πορεύεσθαι διὰ τῆς ἀγορᾶς ὥσπερ ἔχις ὁ αὐτ. 786, ἐν ἀρχῇ. - Ἡ ἔχιδνα κατὰ τὸν Νίκανδρον ἐν Θηρ. 129, εἶναι τὸ θῆλυ τοῦ ἔχεως· ἄλλοι νομίζουσιν ὅτι ἔχις καὶ ἔχιδνα εἶναι δύο διάφορα εἴδη: ὁ Ὀππ. ἔχει τὸ ἔχις ὡς θηλυκ., Κυν. 3. 439. (Ἐκ τῆς √ΕΧ, ΕΓΧ, παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις, ἔχιδνα, ἔγχελυς, Ἐχίων πρβλ. Σανσκρ. ah-is Λατ. ang-uis, ang-uilla· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. unc· Λιθ. ang-uis (anguis)· ung-urys (anguilla): - ἂν οἱ Τευτονικοὶ τύποι, οἷον Ἀγγλο-Σαξον. oel, Γερμ. aal, κτλ., ἔχωσι σχέσιν τινά, πρέπει νὰ ἐσχηματίσθησαν ἀνεξαρτήτως).

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, rar. ἡ)
vipère, d’ord. mâle de la vipère.
Étymologie: cf. lat. anguis.

Greek Monolingual

ἔχις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
1. έχιδνα, οχιά
2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήραςὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.)
3. είδος φυτού, το έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα].

Greek Monotonic

ἔχῐς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἐχέων, οχιά, έχιδνα, σε Πλάτ.· μεταφ., συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν, σε Δημ.