κρύφιος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[κρύφιος]], -ον, θηλ. και [[κρυφία]])<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται [[φανερός]] σε άλλους, [[κρυφός]], [[μυστικός]], [[άδηλος]], [[αφανέρωτος]] (α. «[[κρύφια]] [[ελπίδα]]» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απόρρητος]], [[απόκρυφος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει [[κρύφιος]] οἰκουρῶν [[ὄφις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κρύφιον</i><br />το [[μυστήριο]] («τὸ κρύφιον τοῡ θεοῡ», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κρύφιος]]<br />α) [[μυθώδης]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]]<br />β) <b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια του Μίθρα<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως [[κλητική]] [[προσφώνηση]]) <i>κρύφιε</i><br />[[καλέ]], αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφίως]] και [[κρύφια]] (AM [[κρυφίως]], Μ και [[κρύφια]])<br />[[λαθραία]], [[κρυφά]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ <i>κρυφ</i>- του [[κρύπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κέ</i>-<i>κρυφ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόντ</i>-<i>ιος</i>, <i>ποτάμ</i>-<i>ιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (AM [[κρύφιος]], -ον, θηλ. και [[κρυφία]])<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται [[φανερός]] σε άλλους, [[κρυφός]], [[μυστικός]], [[άδηλος]], [[αφανέρωτος]] (α. «[[κρύφια]] [[ελπίδα]]» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απόρρητος]], [[απόκρυφος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει [[κρύφιος]] οἰκουρῶν [[ὄφις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κρύφιον</i><br />το [[μυστήριο]] («τὸ κρύφιον τοῡ θεοῡ», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κρύφιος]]<br />α) [[μυθώδης]] [[πολύτιμος]] [[λίθος]]<br />β) <b>επιγρ.</b> [[τίτλος]] βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια του Μίθρα<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως [[κλητική]] [[προσφώνηση]]) <i>κρύφιε</i><br />[[καλέ]], αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφίως]] και [[κρύφια]] (AM [[κρυφίως]], Μ και [[κρύφια]])<br />[[λαθραία]], [[κρυφά]], [[μυστικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ <i>κρυφ</i>- του [[κρύπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κέ</i>-<i>κρυφ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόντ</i>-<i>ιος</i>, <i>ποτάμ</i>-<i>ιος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρύφιος:''' [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (κρύπ-τω),<br /><b class="num">1.</b> [[κρυφός]], κρυμμένος, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[μυστικός]], [[λαθραίος]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφιος Medium diacritics: κρύφιος Low diacritics: κρύφιος Capitals: ΚΡΥΦΙΟΣ
Transliteration A: krýphios Transliteration B: kryphios Transliteration C: kryfios Beta Code: kru/fios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—

   A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328.    2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9.    3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153.    4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1.    5 κρύφιος, ὁ, fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4.    6 κρύφιος, ὁ, title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.

English (Slater)

κρῠφιος
   1 secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97) ] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο[ (λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.

Spanish

oculto, las cosas secretas, lo oculto

Greek Monolingual

-α, -ο (AM κρύφιος, -ον, θηλ. και κρυφία)
1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.)
2. απόρρητος, απόκρυφος
μσν.-αρχ.
1. κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρύφιον
το μυστήριο («τὸ κρύφιον τοῡ θεοῡ», Διον. Αρεοπ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. κρύφιος
α) μυθώδης πολύτιμος λίθος
β) επιγρ. τίτλος βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια του Μίθρα
2. (το αρσ. ως κλητική προσφώνηση) κρύφιε
καλέ, αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ).
επίρρ...
κρυφίως και κρύφια (AM κρυφίως, Μ και κρύφια)
λαθραία, κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ιος (πρβλ. πόντ-ιος, ποτάμ-ιος)].

Greek Monotonic

κρύφιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (κρύπ-τω),
1. κρυφός, κρυμμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μυστικός, λαθραίος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.