προμαχίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πρόμαχος]]<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] [[μπροστά]] από κάποιον ή [[μάχομαι]] στην πρώτη [[γραμμή]] («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος [[θεοειδής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] ως [[πρόμαχος]] με κάποιον [[άλλο]] («Ἕκτορ, [[μηκέτι]] [[πάμπαν]] Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=Α [[πρόμαχος]]<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] [[μπροστά]] από κάποιον ή [[μάχομαι]] στην πρώτη [[γραμμή]] («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος [[θεοειδής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάχομαι]] ως [[πρόμαχος]] με κάποιον [[άλλο]] («Ἕκτορ, [[μηκέτι]] [[πάμπαν]] Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προμᾰχίζω:''' ([[πρόμαχος]]), [[μάχομαι]] από [[πριν]], [[Τρωσί]], [[μπροστά]] από τους [[Τρώες]], ως [[πρόμαχος]] αυτών, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[μάχομαι]] ως [[πολεμιστής]] μαζί με άλλον, <i>Ἀχιλῆι</i>, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:57, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμᾰχίζω Medium diacritics: προμαχίζω Low diacritics: προμαχίζω Capitals: ΠΡΟΜΑΧΙΖΩ
Transliteration A: promachízō Transliteration B: promachizō Transliteration C: promachizo Beta Code: promaxi/zw

English (LSJ)

   A fight before, τρωσί in front of the Trojans, as their champion, Il.3.16; π. τινός Nonn.D.27.265, etc.    2 fight as champion with another, Ἀχιλλῆϊ Il.20.376.

German (Pape)

[Seite 733] vorkämpfen, voran, in den vordersten Reihen der Krieger kämpfen; Τρωσί, vor den Troern, Il. 3, 16; aber Ἀχιλῆϊ = den Vorkampf mit dem Achill aufnehmen 20, 376.

Greek (Liddell-Scott)

προμᾰχίζω: (πρόμαχος), μάχομαι ἔμπροσθεν, Τρωσί, ἔμπροσθεν τῶν Τρώων ὡς πρόμαχος αὐτῶν, Ἰλ. Γ. 16· ἀλλ’ ὡσαύτως, μάχομαι μόνος κατά τινος, Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆι προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθύν... δέδεξο Υ. 376· πρ. τινὸς Νόνν. Δ. 27. 265, κτλ.

French (Bailly abrégé)

combattre en avant : Τρωσί IL combattre (comme champion) devant les Troyens ; Ἀχιλῆϊ IL combattre contre Achille.
Étymologie: πρόμαχος.

English (Autenrieth)

(πρόμαχος): be a champion, fight in the front rank, Τρωσί (among the Trojans), τινί (with some one), Il. 3.16 and Il. 20.376.

Greek Monolingual

Α πρόμαχος
1. μάχομαι μπροστά από κάποιον ή μάχομαι στην πρώτη γραμμή («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος θεοειδής», Ομ. Ιλ.)
2. μάχομαι ως πρόμαχος με κάποιον άλλο («Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

προμᾰχίζω: (πρόμαχος), μάχομαι από πριν, Τρωσί, μπροστά από τους Τρώες, ως πρόμαχος αυτών, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μάχομαι ως πολεμιστής μαζί με άλλον, Ἀχιλῆι, στο ίδ.