πικρότης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />amertume, goût amer ; <i>fig.</i> dureté, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />amertume, goût amer ; <i>fig.</i> dureté, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πικρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> πικροτητα στη [[γεύση]], λέγεται για την [[αίσθηση]] της γεύσης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[δριμύτητα]], [[σκληρότητα]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρότης Medium diacritics: πικρότης Low diacritics: πικρότης Capitals: ΠΙΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: pikrótēs Transliteration B: pikrotēs Transliteration C: pikrotis Beta Code: pikro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A pungency, of taste, bitterness, Hp.Acut.23, VM 19, Pl.Tht.159e, Ti.83b : in pl., ib.82e.    II metaph., bitterness, harshness, cruelty, τὴν [Ἀστυάγεος] π. Hdt.1.130 ; γλώσσῃ π. ἔνεστί τις E.El.1014 : pl., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Isoc.15.300.

German (Pape)

[Seite 615] ητος, ἡ, 1) Bitterkeit, Plat. Tim. 83 b Theaet. 159 e. – 2) übtr., Herbigkeit, Strenge des Charakters; Her. 1, 130; Eur. El. 1014; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πικρότης: -ητος, ἡ, δριμύτης, πικρία, πικράδα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Θεαίτ. 159Ε, Τίμ. 83Β ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 82Ε. ΙΙ. μεταφορ., πικρία, τραχύτης, σκληρότης, ἡ τοῦ βασιλέος π. Ἡρόδ. 1. 130· γλώσσῃ π. ἔνεστί τις Εὐρ. Ἠλ. 1014· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν συκοφαντῶν π. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 321.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
amertume, goût amer ; fig. dureté, cruauté.
Étymologie: πικρός.

Greek Monotonic

πικρότης: -ητος, ἡ,
I. πικροτητα στη γεύση, λέγεται για την αίσθηση της γεύσης, σε Πλάτ.
III. μεταφ., δριμύτητα, σκληρότητα, σε Ηρόδ., Ευρ.