καινοτομία: Difference between revisions
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[καινοτομία]]) [[καινοτομώ]]<br /><b>1.</b> [[νεωτερισμός]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρεση]] («καινοτομίαι ὀνομάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το καινοφανές, το [[παράδοξο]] και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», <b>Πλούτ.</b>)<br />(νεοελ.-μσν.) [[αλλαγή]], [[μεταρρύθμιση]] («έφερε πολλές καινοτομίες στην οικονομική [[πολιτική]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να ανοίγει [[κανείς]] νέα [[μεταλλεία]], το να κάνει εξορύξεις νέων μεταλλευμάτων<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ καινοτομίαι</i><br />η [[εισαγωγή]] νεωτερισμών στην [[πολιτεία]]. | |mltxt=η (AM [[καινοτομία]]) [[καινοτομώ]]<br /><b>1.</b> [[νεωτερισμός]]<br /><b>2.</b> [[επινόηση]], [[εφεύρεση]] («καινοτομίαι ὀνομάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το καινοφανές, το [[παράδοξο]] και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», <b>Πλούτ.</b>)<br />(νεοελ.-μσν.) [[αλλαγή]], [[μεταρρύθμιση]] («έφερε πολλές καινοτομίες στην οικονομική [[πολιτική]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να ανοίγει [[κανείς]] νέα [[μεταλλεία]], το να κάνει εξορύξεις νέων μεταλλευμάτων<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ καινοτομίαι</i><br />η [[εισαγωγή]] νεωτερισμών στην [[πολιτεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καινοτομία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[μεταβολή]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[καινοτομία]], [[νεωτερισμός]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A opening of new mines, Hyp. Eux.36 (pl.), IG22.1587.5 (prob.), Poll.3.87, 7.98 (pl.). II mostly metaph., making anew, inventing, ὀνομάτων Pl.Lg.715d; innovation, κ. περὶ τοὺς λόγους Plu.Cic.2: in Music, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xxii 5; μηδεμίαν κ. γίγνεσθαι Mitteis Chr.96 ii 19 (iv A. D.): pl., innovations in the state, Lat. res novae, Pl.Lg.950a; κ. τῆς πολιτείας Plb.13.1.2: in Law, interference with another's right or easement, Just.Nov.7.5.1: pl., ib.63 tit. 2 = καινότης, novelty, strangeness, ἡ κ. τοῦ συμβαίνοντος Plb.1.23.10: pl., Plu.Alex.72.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.
Greek (Liddell-Scott)
καινοτομία: ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45 (καὶ αὐτόθι Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων ἕνεκα Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = καινότης, ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 innovation, système nouveau ; particul. αἱ καινοτομίαι changements de l’État, révolution;
2 nouveauté, étrangeté.
Étymologie: καινοτόμος.
Greek Monolingual
η (AM καινοτομία) καινοτομώ
1. νεωτερισμός
2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.)
3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.)
(νεοελ.-μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση («έφερε πολλές καινοτομίες στην οικονομική πολιτική»)
αρχ.
1. το να ανοίγει κανείς νέα μεταλλεία, το να κάνει εξορύξεις νέων μεταλλευμάτων
2. στον πληθ. αἱ καινοτομίαι
η εισαγωγή νεωτερισμών στην πολιτεία.
Greek Monotonic
καινοτομία: ἡ,
1. μεταβολή, σε Πλούτ.
2. καινοτομία, νεωτερισμός, στον ίδ.