ὀρεχθέω: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[doubtful]] [[word]], [[bellow]] in [[last]] agonies, [[rattle]] in the [[throat]], Il. 23.30†. | |auten=[[doubtful]] [[word]], [[bellow]] in [[last]] agonies, [[rattle]] in the [[throat]], Il. 23.30†. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep.Verb, once in Hom.,
A βόες . . ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Il.23.30: expld. by most Gramm. of the death-rattle in the throat (as though cogn. with ῥοχθέω) (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος... ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Sch.Tad loc., cf. Eust.1285.60 sq., Apollon. Lex., Hsch., etc.); but also as cogn. with ὀρέγομαι, ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο ἤτοι ἐξετείνοντο Eust.l.c. (cf. Sch. T, Zonar., etc.), i.e. they were stretching themselves, struggling, in the throes of death.—In later Poets it seems freq. to mean swell up, esp. of the heart when stirred by emotion, like ὀρίνομαι, τῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Ar.Nu. 1368 ; νεάτη δ' ὑπὸ κύστις ὀρεχθεῖ the bladder swells, Nic.Al.340 ; σφακέλῳ δέ οἱ ἔνδον ὀρεχθεῖ μαινομένη κραδίη, of a dying whale, Opp. H.2.583 ; τῇ δὲ . . δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ, οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσσον ὀρεχθεῖ A.R.1.275 ; καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ αἷμα κεδάσσαι Id.2.49: in Aristias 6, μύκαισι (μυκαῖσι Schneidewin) δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον, it must have the sense of ῥοχθέω if μυκαῖσι is accepted ; θάλασσαν ἔα ποτὶ χερσὸν ὀρεχθεῖν let the sea roar landwards, Theoc.11.43 (cf. βοάω 1.2, ἐρεύγομαι (B)).
German (Pape)
[Seite 373] (vgl. ῥοχθέω), 1) brüllen; vom Stiere, Il. 23, 30; vom Meere, brüllend brausen, Theocr. 11, 43; Schol. Ar. Nubb. 1350, wo übertr. steht πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν, vor Aerger heftig schlagen, knurren, erkl. es μίμημα τραχέος ἤχου γενομένου ἐν τῷ σφάζεσθαι βοῦν; Schol. Ap. Rh. 1, 275 u. 2, 49 erkl. es durch στένω. So ist auch πᾶν ὀρεχθεῖ δάπεδον Aesch. fr. 146 bei Strab. 12 a. E. zu nehmen; zweifelhaft μύκαισι δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον, Aristias bei Ath. II, 60 b. – 2) = ὀρέγω, heftig wonach begehren, bei sp. D., καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ αἷμα κεδάσσαι, Ap. Rh. 2, 49; οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον ὅσσον ὀρεχθεῖ, 1, 275; vgl. Nic. Al. 340; Opp. Hal. 2, 583. Nach Eust. führten schon alte Erkl. auch die homerischen Stellen auf ὀρέγω zurück und erkl. ἀναιρούμενοτ ὠρέγοντο, ἐξετείνοντο, wie Passow übh. die erste Bdtg verwerfen möchte, von dem Rinde »sich strecken, hingestreckt liegen« (wie es nachher von den Schweinen heißt εὑόμενοι τανύοντο), und von dem Meere bei Theocr. »es erstreckt sich, wälzt sich heran« erklärend; was an sich zwar möglich, aber nicht nothwendig ist, da ο oft als Präfixum erscheint, ohne die Bdtg zu ändern. S. übrigens Spitzner exc. zur Il. XXXIV.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεχθέω: ῥῆμα ἀμφιβόλου σημασίας ἐν Ἰλ. Ψ. 30, βόες … ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν ἐξελάμβανον τὸ ῥῆμα τοῦτο ὡς σημαῖνον τὸν τραχὺν ἦχον τὸν ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου ἐκπεμπόμενον ἐκ τοῦ λάρυγγος τοῦ σφαζομένου ζῴου (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος ..., ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Schol. Vict. ἐν τόπῳ, πρβλ. Εὐστάθ. 1285. 60 κἑξ., Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ., Ἡσύχ., κτλ.)· -τινὲς ἐξ αὐτῶν δίδουσι καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, δηλ. ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο ἤτοι ἐξετείνοντο Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. Ζωναρ., κτλ.), δηλ. ἐξηπλοῦντο ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, «ἐτεντώνοντο». Ἐπὶ τῆς προτέρας σημασίας τὸ ὀρεχθέω πρέπει νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ ῥοχθέω, ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας τῷ ὀρέγομαι. - Παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1368 ἡ λέξις ἐτέθη ἐπὶ παλμοῦ ἢ πατάγου τῆς καρδίας, καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2, 583, ὁ Θεόκριτ. δὲ (ἐν 11, 43) ἐπὶ θαλάσσης τὴν λέξιν τίθησι καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Ὁμηρικοῦ: «ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα» (Ὀδ. Ε. 402): - μεταφορ. ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, μετ’ ἀπαρ., οὐδ’ ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσσον ὀρεχθεῖ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 275· καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ... ἐξ αἷμα κεδάσσαι ὁ αὐτ. Β. 49· - τὸ τοῦ Ἀριστίου παρ’ Ἀθην. 60Β, μύκαισι δ’ ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον, πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν σημασ. τοῦ ῥοχθέω· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 154 ὁ Meineke ἀποκατέστησεν Ἐρέχθειον. - Ἴδε τὴν ἐξέτασιν τῆς λέξ. παρὰ τῷ Spitzn. ad Il. Excurs. 34.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. épq. ὀρέχθεον;
1 s’étendre ; se prolonger;
2 fig. tendre vers, désirer;
3 sel. d’autres mugir, gronder de colère, palpiter (cf. ῥοχθέω).
Étymologie: ὀρέγω.
English (Autenrieth)
doubtful word, bellow in last agonies, rattle in the throat, Il. 23.30†.
Greek Monotonic
ὀρεχθέω: μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. ὀρέχθεον, είτε τεντώνομαι ή αγκομαχώ στην επιθανάτιο αγωνία (από ὀρέγομαι) ή (συγγενές προς το ῥοχθέω), πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για καρδιά, πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για θάλασσα, διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την παραλία, σηκώνει κύμα, σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. ὀρεχθῆν).