ἀνομαλίζω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνομαλίζω]] (Α) [[ομαλίζω]]<br />[[εξομαλύνω]], [[επαναφέρω]] σε ομαλή [[κατάσταση]]. | |mltxt=[[ἀνομαλίζω]] (Α) [[ομαλίζω]]<br />[[εξομαλύνω]], [[επαναφέρω]] σε ομαλή [[κατάσταση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνομαλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποκαθιστώ]] την [[ισότητα]], [[εξομαλίζω]], [[εξισώνω]], Παθ. απαρ. παρακ. αʹ [[ἀνωμαλίσθαι]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A restore to equality, equalize, Pass., pf. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.Rh.1412a16: fut., cj. in Pol.1265a40; cf. sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομαλίζω: ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ ῥῆμα μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
inf. pf. Pass. ἀνωμαλίσθαι;
égaliser.
Étymologie: ἀνά, ὁμαλίζω.
Spanish (DGE)
igualar τὰς πόλεις Arist.Rh.1412a16.
Greek Monolingual
ἀνομαλίζω (Α) ομαλίζω
εξομαλύνω, επαναφέρω σε ομαλή κατάσταση.
Greek Monotonic
ἀνομαλίζω: μέλ. -σω, αποκαθιστώ την ισότητα, εξομαλίζω, εξισώνω, Παθ. απαρ. παρακ. αʹ ἀνωμαλίσθαι, σε Αριστ.