ἔπηλυς: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔπηλυς]], -υ (AM)<br />[[ξένος]], [[αλλοδαπός]] («ξένους ἀμείβεσθ' ὡς ἐπήλυδας [[πρέπει]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επανέρχεται σε μια [[θέση]] («ὦ ξένοι, ἔλθετ' ἐπήλυδες [[αὖθις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσήλυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i> συνεσταλμ. μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του ρ. [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]»)<br />το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] [[προϊόν]] εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[ἔπηλυς]], -υ (AM)<br />[[ξένος]], [[αλλοδαπός]] («ξένους ἀμείβεσθ' ὡς ἐπήλυδας [[πρέπει]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επανέρχεται σε μια [[θέση]] («ὦ ξένοι, ἔλθετ' ἐπήλυδες [[αὖθις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσήλυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i> συνεσταλμ. μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του ρ. [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]»)<br />το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] [[προϊόν]] εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔπηλῠς:''' -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, ([[ἐπήλυθον]]),<br /><b class="num">I.</b> φερμένος σε ένα [[μέρος]], ἐπήλυδες [[αὖθις]], που έρχονται [[πίσω]] σε μένα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> νεοεισερχόμενος, [[ξένος]], [[αλλοδαπός]], Λατ. [[advena]], αντίθ. προς το [[αὐτόχθων]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπηλῠς Medium diacritics: ἔπηλυς Low diacritics: έπηλυς Capitals: ΕΠΗΛΥΣ
Transliteration A: épēlys Transliteration B: epēlys Transliteration C: epilys Beta Code: e)/phlus

English (LSJ)

ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον)

   A one who comes to a place, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις come back to me (for they were going away), S. Ph.1190 (anap.).    II incomer, stranger, foreigner, opp. αὐτόχθων, Hdt.1.78, 4.197; ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers.243 (troch.), cf. Th.34, Supp.195, Th.1.29; Adj., ἔ. γένεσις Pl.Mx.237b; ἔ. βίος J.AJ8.12.2: also in neut. pl., ἐπήλυδα ἔθνεα Hdt.8.73: neut. sg., ἐπήλυδος γένους D.H.1.60; ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3.

German (Pape)

[Seite 920] υδος, ὁ, ἡ (ἤλυθον), der Ankömmling, Fremdling; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις, kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; Ggstz von αὐτόχθων, Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔθνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ ὕδωρ ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον) ἐπανερχόμενος, ἔλθετ’ ἐπήλυδες αὖθις, στράφητε καὶ ἔλθετε πάλιν (ἐπειδὴ ἀνεχώρουν), Σοφ. Φιλ. 1190. ΙΙ. ξένος, νεωστὶ ἐλθών, ἄλλοθεν ἐλθών, Λατ. advena, ἀντίθ. τῷ αὐτόχων, Ἡρόδ. 1. 78., 4. 197, καὶ Ἀττ., ἄνδρας πολεμίους ἐπ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 243, πρβλ. Θήβ. 34, Ἱκέτ. 195·- ὡσαύτως κατ’ οὐδέτ. πληθ., ἐπήλυδα ἔθνεα Ἡρόδ. 8. 73· οὐδέτ. ἑνικ., ἐπήλυδος γένους Διον. Ἁλ. 1. 60· ὕδωρ ἔπηλυ Παυσ. 2. 5, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήλυδας. 2) = προσήλυτος, Φίλων ΙΙ. 392. 21, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1028Β.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υδος
1 qui arrive, qui vient du dehors;
2 étranger.
Étymologie: ἐπελεύσομαι.

Greek Monolingual

ἔπηλυς, -υ (AM)
ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ' ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.)
2. προσήλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ρ. ελεύθω «έρχομαι»)
το -η- του -ηλυς είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἔπηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον),
I. φερμένος σε ένα μέρος, ἐπήλυδες αὖθις, που έρχονται πίσω σε μένα, σε Σοφ.
II. νεοεισερχόμενος, ξένος, αλλοδαπός, Λατ. advena, αντίθ. προς το αὐτόχθων, σε Ηρόδ., Αισχύλ.