χθονοστιβής: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[πατά]] στη γη, [[επίγειος]], [[γήινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθών]], <i>χθονός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ήλιο</i>-<i>στιβής</i>, <i>νιφο</i>-<i>στιβής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[πατά]] στη γη, [[επίγειος]], [[γήινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθών]], <i>χθονός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ήλιο</i>-<i>στιβής</i>, <i>νιφο</i>-<i>στιβής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χθονοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A treading the earth, opp. οὐράνιος, S.OT301.
German (Pape)
[Seite 1355] ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Ggstz von οὐράνιος.
Greek (Liddell-Scott)
χθονοστῐβής: -ές, ἐπίγειος, γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui foule la terre.
Étymologie: χθών, στείβω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιο-στιβής, νιφο-στιβής].
Greek Monotonic
χθονοστῐβής: -ές (στείβω), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.