πολυγηθής: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, και δωρ. τ. [[πολυγαθής]] και [[πολύγηθος]], -ον, Α<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]] («πολυγηθὴς Διώνυσσος», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> / -<i>γηθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]], <i>τὸ</i> «[[χαρά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>γηθής</i>]. | |mltxt=-ές, και δωρ. τ. [[πολυγαθής]] και [[πολύγηθος]], -ον, Α<br />[[τερπνός]], [[ευχάριστος]] («πολυγηθὴς Διώνυσσος», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γηθής</i> / -<i>γηθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]], <i>τὸ</i> «[[χαρά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>γηθής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυγηθής:''' Δωρ. -γᾰθής, -ές ([[γηθέω]]), [[πολύ]] [[εύθυμος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[σαγηνευτικός]], [[πολύ]] [[χαρούμενος]], εξαιρετικά [[ευχάριστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω)
A much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.
German (Pape)
[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.
English (Autenrieth)
ές (γηθέω): much-rejoicing, ‘ever gay,’ epith. of the Horae, conceived as never ceasing from the choral dance, Il. 21.450†.
Greek Monolingual
-ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Α
τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ-γηθής].
Greek Monotonic
πολυγηθής: Δωρ. -γᾰθής, -ές (γηθέω), πολύ εύθυμος, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά ευχάριστος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.