ἐπωτίδες: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδων ([[αἱ]]) :<br />oreillettes de la proue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖς]].
|btext=ίδων ([[αἱ]]) :<br />oreillettes de la proue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οὖς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπωτίδες:''' αἱ ([[οὖς]]), ξύλα, δοκάρια που προβάλλουν, προεξέχουν σαν λαβές σε [[κάθε]] [[πλευρά]] του μπροστινού μέρους του πλοίου· από [[εκεί]] ρίχνονταν οι άγκυρες· δοκάρια που προεξέχουν του «τόξου» του πλοίου και χρησιμοποιούνται στην [[ανέλκυση]] της άγκυρας, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωτίδες Medium diacritics: ἐπωτίδες Low diacritics: επωτίδες Capitals: ΕΠΩΤΙΔΕΣ
Transliteration A: epōtídes Transliteration B: epōtides Transliteration C: epotides Beta Code: e)pwti/des

English (LSJ)

αἱ, (οὖς)

   A beams projecting like ears on each side of a ship's bows, whence the anchors were let down, cat-heads, used also as an armament, E.IT1350, Th.7.34,36, Str.3.1.4, D.S.17.115 : later in sg., App.BC5.107.

German (Pape)

[Seite 1016] αἱ, Hölzer, die zu beiden Seiten des Vordertheils der Kriegsschiffe wie Ohren (ὦτα) abstanden u. beim Angriff sowohl den Stoß der feindlichen Schiffe hinderten, als den der eigenen verstärkten, τὰς ἐπωτίδας ἐπέθεσαν ταῖς πρώραις παχείας Thuc. 7, 36, vgl. 34; sie dienten auch zur Befestigung der Anker, οἱ δ' ἐπωτίδων ἀγκύραν ἐξανῆπτον Eur. I. T 1350; vgl. noch Strab. III, 138; D. Sic. 17, 115; D. Cass. 49, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωτίδες: -αἱ, (οὖς) δοκοὶ ἐξέχουσαι ὡς ὦτα ἑκατέρωθεν τοῦ προσθίου μέρους τοῦ πλοίου, ὁπόθεν ἐρρίπτοντο αἱ ἄγκυραι, Εὐρ. Ι. Τ. 1350· ἐνίοτε ἰσχυροποιούμεναι ὅπως ἀνθίστανται εἰς τὴν προσβολὴν ἐχθρικοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 34, 36, ἔνθα ἴδε Arnold., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3, Φιλόστρ. τ. 2, σ. 322, 17 ἔκδ. Kayser, πρβλ. Στράβ. 138, Διόδ. 17. 115: - ἑνικ. ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 107. 2) λαβὶς ποτηρίου, Σχόλ. εἰς Κλήμ. 788C.

French (Bailly abrégé)

ίδων (αἱ) :
oreillettes de la proue.
Étymologie: ἐπί, οὖς.

Greek Monotonic

ἐπωτίδες: αἱ (οὖς), ξύλα, δοκάρια που προβάλλουν, προεξέχουν σαν λαβές σε κάθε πλευρά του μπροστινού μέρους του πλοίου· από εκεί ρίχνονταν οι άγκυρες· δοκάρια που προεξέχουν του «τόξου» του πλοίου και χρησιμοποιούνται στην ανέλκυση της άγκυρας, σε Ευρ., Θουκ.