δαίτη: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαίτη]], η (Α)<br />Ι. 1. η [[δαις]]<br /><b>2.</b> (για [[θεωρία]]) η [[βορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δαίτηθεν]]<br />από [[τραπέζι]], γυρίζοντας από [[φαγοπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δαις]] που προήλθε από το ρ. [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>t</i><i>ā</i>].
|mltxt=[[δαίτη]], η (Α)<br />Ι. 1. η [[δαις]]<br /><b>2.</b> (για [[θεωρία]]) η [[βορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δαίτηθεν]]<br />από [[τραπέζι]], γυρίζοντας από [[φαγοπότι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[δαις]] που προήλθε από το ρ. [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>t</i><i>ā</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαίτη:''' ἡ, ποιητ. αντί [[δαίς]], [[γλέντι]], [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:19, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίτη Medium diacritics: δαίτη Low diacritics: δαίτη Capitals: ΔΑΙΤΗ
Transliteration A: daítē Transliteration B: daitē Transliteration C: daiti Beta Code: dai/th

English (LSJ)

ἡ, poet. for δαίς,

   A feast, banquet, Il.10.217 (pl.), Od.3.44, A.R.2.761, Call.Aet.1.1.5; of beasts, Opp.H.2.251, Nic.Al.380.

German (Pape)

[Seite 516] ἡ, = δαίς, Il. 10, 217 Od. 3, 44. 7, 50; – auch Sp. D., Opp. H. 2, 251, von Thieren, wie Nic. Al. 379.

Greek (Liddell-Scott)

δαίτη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ δαίς, συμπόσιον, «τραπέζι», Ἰλ. Υ. 217· ἐπὶ θηρίων, Ὀππ. Ἁλ. 2. 251, Νίκ. Ἀλ. 380.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
festin, banquet.
Étymologie: δαίς.

English (Autenrieth)

= δαίς: δαίτηθεν, from the feast, Od. 10.216.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 banquete ἐν δαίτῃσι καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσται Il.10.217, δήεις ... βασιλῆας δαίτην δαινυμένους Od.7.50, τάς (cód.) τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας E.Fr.472.12, ἐς δαίτην ἐκάλεσσεν ὁμηθέας Call.Fr.178.5, cf. 102, δαίτην ἀμφίεπον A.R.2.761, cf. Hsch.
banquete de celebración religiosa εὔχεω ... Ποσειδάωνι ἄνακτι· τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε δεῦρο μολόντες Od.3.44, γάμου δ. banquete de bodas Babr.32.9.
2 alimento, comida δαίτην ἀπερεύγεται αἱματόεσσαν Nic.Al.380, de anim. (ἄρκτοι) μαιόμεναι δαίτην ἀνεμώλιον Opp.H.2.251.

• Etimología: Doblete en -τη de δαίς q.u.

Greek Monolingual

δαίτη, η (Α)
Ι. 1. η δαις
2. (για θεωρία) η βορά
II. επίρρ. δαίτηθεν
από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δαις που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) -tā].

Greek Monotonic

δαίτη: ἡ, ποιητ. αντί δαίς, γλέντι, συμπόσιο, συνεστίαση, σε Ομήρ. Ιλ.