ἀποδεής: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποδεής]], -ές (Α)<br />ο [[ελλιπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι, έχω [[ανάγκη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ενδεής]], [[καταδεής]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἀποδεής]], -ές (Α)<br />ο [[ελλιπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι, έχω [[ανάγκη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ενδεής]], [[καταδεής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποδεής:''' ές ([[δέω]]), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι [[πλήρης]]· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (δέω B)
A empty, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, Plu.2.967a; ναῦς ἀ. not fully manned, Id.Ant.62: metaph. of persons, Id.2.473e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεής: -ές, (δέω) ὁ ἀποδέων, ὁ μὴ πλήρης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 215, Πλούτ., κλ. ναῦς ἀποδεής, ἡ μὴ ἔχουσα τέλειον πλήρωμα ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. Ἀντών. 62.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.
Étymologie: ἀπό, δέομαι.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [compar. ἀποδεέστερος Poll.1.198]
1 vacío, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, cf. Poll.l.c., PSI 535.18, 24, 26 (III d.C.)
•fig. de pers. vano Plu.2.473d.
2 insuficientemente tripulado ναῦς Plu.Ant.62.
Greek Monolingual
ἀποδεής, -ές (Α)
ο ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -δεής < δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη» (πρβλ. ενδεής, καταδεής κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀποδεής: ές (δέω), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι πλήρης· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.