προαγωγός: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[προαγωγός]] ΝΑ [[προάγω]]<br />αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], εκμαυλιστής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί [[κάπου]] («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει [[κάτι]], ο [[χορηγός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> (με καλή σημ.) ο [[μεσίτης]] («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=ο, η / [[προαγωγός]] ΝΑ [[προάγω]]<br />αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], εκμαυλιστής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί [[κάπου]] («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει [[κάτι]], ο [[χορηγός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> (με καλή σημ.) ο [[μεσίτης]] («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προᾰγωγός:''' ὁ ([[προάγω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγεί σε [[κάτι]], [[μαστροπός]], [[σωματέμπορος]], [[προαγωγός]], σε Αριστοφ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[μεσολαβητής]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
όν,
A leading on, εἰς πειθώ Sch.S.OT14; πρὸς τὸ ἄμετρον Longin.32.7; π. τοῦ δήμου Poll. 4.34. 2 producing, dispensing, ὁ πάντων π., of God, Agath.3.19. II Subst. pander, pimp, Ar.V.1028, Ra.1079, Aeschin.1.184, etc.: fem., procuress, ibid., Ar.Th.341. 2 metaph., in good sense, X.Smp.4.64.
German (Pape)
[Seite 705] fortführend, Sp. – Bes. Leute zusammenführend, Liebesverhältnisse befördernd, ὁ, der Kuppler, Ar. Thesm. 341 Ran. 1077; Xen. Conv. 4, 65; vgl. Aesch. 1, 184, wo hinzu gesetzt ist ὅτι ἐπὶ μισθῷ τὸ πρᾶγμα εἰς διάπειραν καὶ λόγον κατέστησεν, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγωγός: -όν, (προάγω) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μεσίτης πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, μαστροπός, μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν εἶναι, μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, Πολυδ. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προαγωγός· διδάσκαλος κακῶν, καὶ μαστροπός, μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui pousse en avant, qui pousse vers ; séducteur, corrupteur;
2 fig. négociateur.
Étymologie: προάγω.
Greek Monolingual
ο, η / προαγωγός ΝΑ προάγω
αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην πορνεία, μαστροπός, εκμαυλιστής
αρχ.
ως επίθ.
1. αυτός που οδηγεί κάπου («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)
2. (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει κάτι, ο χορηγός
3. ως ουσ. (με καλή σημ.) ο μεσίτης («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν εἶναι», Ξεν.).
Greek Monotonic
προᾰγωγός: ὁ (προάγω),
1. αυτός που οδηγεί σε κάτι, μαστροπός, σωματέμπορος, προαγωγός, σε Αριστοφ., Αισχίν.
2. μεσολαβητής, σε Ξεν.