συνεκπονέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider à accomplir <i>ou</i> à supporter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπονέω]].
|btext=-ῶ :<br />aider à accomplir <i>ou</i> à supporter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπονέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ.· [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ή το [[αποτέλεσμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αιτ., [[συνεκπονέω]] τινί, [[βοηθώ]] κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[υποστήριξη]], συνεκπονοῦσα [[κῶλον]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπονέω Medium diacritics: συνεκπονέω Low diacritics: συνεκπονέω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΟΝΕΩ
Transliteration A: synekponéō Transliteration B: synekponeō Transliteration C: synekponeo Beta Code: sunekpone/w

English (LSJ)

   A help in working out, τῷ θανόντι χάριτα E.Hel.1378; help in achieving or effecting, φυγάς Id.IT1063; τάδε Id.Hel.1406.    2 without acc., σ. τινί join in labour with, assist to the utmost, Id.Ion 850, Fr.136; συνεκπονοῦσα κῶλον perh. sharing the leg-work, i.e. helping me to walk, Id.Ion 740.

German (Pape)

[Seite 1013] zugleich mit Einem ausarbeiten, τινί, Eur. Ion 850; τῷ θανόντι χάριτα συνεκπονῶν, Hel. 1394; Einem in der Arbeit helfen, Plut. reip. ger. praec. 13, bis ans Ende mit Einem ausharren.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπονέω: συνδιενεργῶ, συνεκτελῶ, ὡς τῷ θανόντι χάριτα δεῖ συνεκπονεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1378· συνεργῶ, συμπράττω εἴς τι, φυγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1063· τάδε ἐν Ἑλ. 1406. 2) ἄνευ αἰτ., σ. τινι, συνεργῶ προθύμως, βοηθῶ τινα τὰ μέγιστα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 850, ἐν Ἀποσπ. 132. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ὑποστήριξην, ὁμοῦ ὑποστηρίζω, συνεκπονοῦσα κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 740.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider à accomplir ou à supporter, acc..
Étymologie: σύν, ἐκπονέω.

Greek Monotonic

συνεκπονέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. συμβάλλω στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Ευρ.· συντελώ στην επίτευξη ή το αποτέλεσμα, στον ίδ.
2. χωρίς αιτ., συνεκπονέω τινί, βοηθώ κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.
II. συμβάλλω στην υποστήριξη, συνεκπονοῦσα κῶλον, στον ίδ.