ἐκπονέω
English (LSJ)
A work out, finish off, Sapph.98, Pi.P.4.236; ἄκη A.Supp. 367; τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Th.3.38; δολιχὰν τρίβον AP7.212 (Mnasalc.), Ar.Av.379; also, form by instruction, as Chiron did Achilles, E.IA209 (lyr.); ἐ. τινὰ πέπλοισιν to deck him out, Id.Hipp.632:—Pass., ἐκπονοῦμαι to be wrought out, be brought to perfection, τὸ ναυτικὸν μεγάλαις δαπάναις ἐκπονηθέν Th.6.31; τὰ σῖτα X.Cyr.8.2.5; ὅπια ἐκπεπόνηται εἰς κόσμον Id.HG4.2.7, cf. Pl.R. 529e.
2 practise, τὰ πρὸς τὸν πόλεμον X.Cyr.5.1.30; ὀρχήσεις Plb.4.20.12:—Med., Pl.Lg.834e:—Pass., of persons, ἐκπεπονῆσθαι τὰ σώματα to be in good training or be in good practice, X.Cyr.3.3.57; ἐκπεπονημένοι, ὡς ἂν κράτιστοι εἶεν Id.HG6.4.28.
3 work through, execute, τἀντεταιμένα E.Ph.1648; ἐ.ἀέθλους finish hard tasks, Theoc.Ep.22.5; ἃ ἂν μάθωσιν, ἱκανώτεροι τῷ σώματι ἐ. X.Cyr. 4.3.11:—Med., E.Med.241:—Pass., ταῦτα δυοῖν ἐν ἐτοῖν..μόλις ἐξεπονήθη Cratin.237.
4 labour for, provide by labour, earn, σωτηρίαν E.Fr.729; βίον Id.Hipp.467: c. acc. et inf., τοὺς θεοὺς ἐ. φράζειν prevail on the gods to tell, Id.Ion375.
5 abs., work hard, σοὶ παρ' ἀσπίδ' ἐκπονῶν ὅπως.. Id.Or.653, cf. Supp.319.
6 work out by searching, Id.Ion1355, Andr.1052; search out, Id.Hel.1514.
7 of food, to digest, X.Mem.1.2.4, Cyr.1.2.16: abs., Id.Oec.11.12.
8 labour to shield off from, τέκνων θάνατον E.HF581.
9 work at, till, γῆν SIG22.9; νειοὶ δ' ἐκπονέοιντο ποτὶ σπόρον Theoc.16.94, cf. Str.5.4.5; αἱ [τὴν ὕιην] ἐκπονοῦσαι τέχναι Plu.Per.12.
10 Pass., to be worn out, be brought low, ὑπό τινος Str.5.4.11; φροντίσιν ἐκπονούμενος Plu.Oth.9; τὰς ὄψεις ἐ. Id.2.854b.
Spanish (DGE)
A tr.
I c. ac. concr.
1 ejecutar, elaborar o fabricar con esmero c. ac. de resultado τὰ δὲ σάμβαλα Sapph.110.3, ὑψηλὰ τείχη Ar.Au.379, τὸ ... λιβανώτινον μύρον Apollon.Mys en Ath.689b, τὰ ἔργα ... κάλλιστα ref. al marfil, Ael.NA 17.32, ἐκπονοῦσι πρὸς βρῶσιν πολλά Porph.Abst.2.27, en v. pas. ὑπὸ Δαιδάλου ... διαφερόντως γεγραμμένοις καὶ ἐκπεπονημένοις διαγράμμασιν Pl.R.529e, τὰ παρὰ βασιλεῖ σῖτα πολὺ διαφερόντως ἐκπεπόνηται X.Cyr.8.2.5, cf. HG 4.2.7, Theopomp.Hist.263a
•tratar, trabajar materias primas αἱ δὲ ταύτην (ὕλην) ἐκπονοῦσαι καὶ κατεργαζόμεναι τέχναι Plu.Per.12
•adornar (τὸ ἄγαλμα) πέπλοισιν ἐκπονεῖ E.Hipp.632
•de una escuadra preparar cuidadosamente τὸ ναυτικόν D.C.48.49.3, en v. pas. τὸ ναυτικὸν μεγάλαις δαπάναις ... ἐκπονηθέν Th.6.31.
2 de tierras cultivar, trabajar bien, explotar con buen rendimiento (Λακωνικήν) ἐκπονεῖν δ' οὐ ῥᾴδιον E.Fr.727e.3, τὴν δ' ἀργὸν (γῆν) App.BC 1.7, cf. IM 115.9 (II d.C.), τοὺς ἀγρούς Synes.Ep.66 (p.117.2), en v. pas. νειοὶ δ' ἐκπονέοιντο ποτὶ σπόρον Theoc.16.94, χωρία Str.3.2.3, cf. 5.4.5
•en v. med. mismo sent. κῆπός ἐστί μοι ... ὃν ... ἐξεπονησάμην Longus 2.3.3.
3 ref. la obra escrita componer, escribir τραγῳδίαν Com.Adesp.1051.1, κʹ βιβλίων ... πραγματείαν Erot.5.12, τοὺς στίχους Ath.632d, en v. pas. ταῦτα δυοῖν ἐτέοιν ἡμῖν μόλις ἐξεπονήθη esto nos ha llevado dos años de esfuerzo componerlo prob. ref. una comedia, Cratin.255, ἀναρίθμητα βιβλία ἐξεπονήθησαν ὑπὸ τῶν ... Πατέρων Ath.Al.M.28.293D, τὸ τῆς ἱστορίας ... ἐξεπονήθη Phot.Bibl.54a12
•en v. med. mismo sent. τέτταρας βίβλους ἐξεπονησάμην Longus proem.3.
4 fisiol., del alimento comido realizar el esfuerzo de digerir ταῦτα (τὰ σιτία καὶ τὰ ποτά) ἐκπονεῖν Hp.Aff.43, ἐκπονῶ τὰ εἰσιόντα X.Cyr.1.6.17, τὴν τροφήν Arist.Pr.877a19, en v. pas. μαρτύρια ... τοῦ ἐκπονεῖσθαι τὴν δίαιταν X.Cyr.1.2.16
•abs. digerir ἐκπονοῦντι μὲν ὀρθῶς X.Oec.11.12.
5 recorrer hasta el final τρίβον AP 7.212 (Mnasalc.).
II c. ac. de abstr.
1 cumplir perfectamente, ejecutar del todo ἐπιτακτόν Pi.P.4.236, cf. E.Ph.1648, ἃ ἂν μάθωσιν X.Cyr.4.3.11, ἀέθλους Theoc.Ep.22.5, τὸ προσῆκον Aristid.Quint.1.5, en v. pas. ἡμῖν γε μὴν ἰδίως ἡ μετὰ χεῖρας ἐκπονεῖται πρόθεσις Eus.PE 1.3.5.
2 de distinct actividades humanas, físicas o intelectuales ejercitar, cultivar, practicar actividades físicas ὀρχήσεις Plb.4.20.12, ἐν παιδοτρίβου τὴν παλαιστρικήν Gr.Nyss.Hom.in Eccl.278.6, ὅσα ἡδέως ἡ ψυχὴ δέχεται, ταῦτα ἱκανῶς ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε X.Mem.1.2.4, ποιμενικὴν ἐπιστήμην Ph.1.309, παιδείαν ἐκπεπονηκὼς ἐπὶ πλεῖστον I.AI 18.206, ἐπὶ ξένης ῥητορικήν S.E.M.2.21, τὸ σχεδιάζειν Philostr.VS 583, τὴν οἰωνιστικήν Clem.Al.Strom.1.16.74, τὰς ἀναγκαίας πρὸς τὸν βίον τέχνας Lib.Decl.23.28, τὰ περὶ τὴν ἀστρολογίαν Hecat.Abd.25.81, τὰ περὶ τὴν μουσικήν D.S.3.67, en v. pas. ὑπ' ἄλλων ἐκπεπονημένα ἱστορῆσαι δυνησόμεθα Iambl.in Nic.91
•en v. med. mismo sent. ὅσα τε ἐν ἀγῶσιν καὶ ὅσα καθ' ἡμέραν <ἐν> διδασκάλων ἐκπονούμεθα Pl.Lg.834e
•ref. la virtud practicar como ideal estoico τοῦτο ἐκπόνει, τὴν ἀρετὴν τὴν ἀνθρωπικήν Arr.Epict.3.1.7, καρτερίαν δὲ οὐ διδάσκει, ἀλλὰ καὶ ἐκπονεῖ Them.Or.2.30d
•abs. ἀλλ' ἐκπόνει καὶ μὴ ἀπόκαμνε Clem.Al.Paed.1.12.99.
3 esforzarse en obtener, poner todo el empeño en, preocuparse por ἄκη A.Supp.367, ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός E.Hel.1514, cf. Or.122, τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Th.3.38, cf. Ph.1.652, τῶν ... φίλων δεῖ ... ἐκπονεῖν τύχας E.Andr.1052, cf. HF 581, πατρίδος ... σωτηρίαν E.Fr.729, τὰ πρὸς τὸν πόλεμον X.Cyr.5.1.30, κουφοτέρας ... ἀνίας Hermesian.7.92, ταῦτα ἀκριβῶς Luc.Fug.16, τῶν καλῶν ... τὰ αἴτια Sext.Sent.100, τὴν μετάνοιαν ἐξεπόνει de la Magdalena, Ast.Am.Hom.13.10.4
•esforzarse en mejorar, perfeccionar mediante el esfuerzo βίον E.Hipp.467
•en v. med. mismo sent. τάδ' ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ habiéndonos esforzado con éxito en esas cosas E.Med.241
•c. inf. empeñarse en εἰ τοὺς θεοὺς ἄκοντας ἐκπονήσομεν φράζειν ἃ μὴ θέλουσιν si nos empeñáramos en poner en boca de los dioses, contra su voluntad, lo que no desean decir E.Io 375.
III c. ac. de pers. o anim.
1 ref. la actividad fís. educar, ejercitar, entrenar Ἀχιλλέα ... Χείρων ἐξεπόνησεν E.IA 209, σφᾶς αὐτούς Orib.Inc.24.7, δι' ἁλτήρων ἐκπονῆσαι τὸ σῶμα Gal.6.134
•en perf. pas. estar bien ejercitado por el esfuerzo físico τὰ σώματα X.Cyr.3.3.57, πεζοὺς καὶ ἱππέας ... ἐκπεπονημένους ὡς ἂν κράτιστοι εἶεν X.HG.6.4.28
•en v. pas., c. inf. ser entrenado para (ἐλέφαντες) ἐξεπονήθησαν δὲ καὶ ἀνθρώπων πλῆθος μὴ δεδιέναι Ael.NA 2.11
•fig., c. suj. abstr. hacer funcionar, poner en acción o movimiento τίνα δύναμιν ἑκάστη τῶν ἐνεργειῶν ἔχει καὶ τί μάλιστα μόριον ἐκπονεῖ qué facultad posee cada función y qué parte (del cuerpo), en especial, hace funcionar Gal.6.153.
2 esforzarse en la búsqueda de τὴν τεκοῦσαν E.Io 1355.
3 acabar con, exterminar ἐξεπόνει καὶ κατήθλει τὸν Κλεομένη Phylarch.59, en v. pas. (Σαυνῖται) νυνὶ δ' ἐκπεπόνηνται τελέως ὑπό τε ἄλλων Str.5.4.11.
B intr.
I act.
1 cont. de guerra pelear, bregar, exponerse al peligro por c. dat. σοὶ παρ' ἀσπίδ' ἐκπονῶν exponiéndose junto al escudo por ti E.Or.653, tb. sin dat. ἐς κράνος βλέψαντα ... χρῆν ἐκπονῆσαι E.Supp.319.
2 de partes del cuerpo funcionar correctamente, cumplir su función οὐδὲ ἐκπονέει νοσέων ὁ σπλήν Aret.SD 1.15.3.
II en v. med.-pas.
1 preocuparse, esforzarse περὶ τὰς τροφὰς ... τῶν τέκνων Arist.HA 588b32.
2 desgastarse por el esfuerzo, cansarse c. dat. ταῖς φροντίσι Plu.Oth.9, c. ac. de rel. ὅταν οἱ γραφεῖς ἐκπονηθῶσι τὰς ὄψεις cuando los pintores tienen la vista cansada Plu.2.854b.
German (Pape)
[Seite 775] ausarbeiten, 1) durch Arbeit vollenden, fertig machen; μέτρον ἐπιτακτόν Pind. P. 4, 236; ἄκη Aesch. Suppl. 362; δέκα σάμβαλα Sappho 38; ὑψηλὰ τείχη Ar. Av. 379; δολιχὰν τρίβον Mnas. 13 (VII, 212); κἠμὲ μαλθακὸν ἐξεπόνασε σιδαρέω, machte mich aus einem eisernen zu einem weichen, Theocr. 29, 24; künstlich ausarbeiten, τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Thuc. 3, 38; διαφερόντως γεγραμμένοις καὶ ἐκπεπονημένοις διαγράμμασι Plat. Rep. VII, 529 e; wie unser »ausgearbeitet«; daher πέπλοισιν ἐκπονεῖ, schmücket, Eur. Hipp. 632; ὅπλα εἰς κόσμον ἐκπεπονημένα Xen. Hell. 4, 2, 7; οὐρανίσκοι ποικίλμασιν ἐκπεπονημένοι, gestickt, Ath. XII, 539 e. Übh. ins Werk setzen, ausführen, τὰ ἐντεταλμένα Eur. Phoen. 1648, vgl. Ion 1040, u. im med., Eur. Med. 241 u. Sp. – 2) erarbeiten, durch Arbeit erwerben, σῖτα Xen.; Etwas erreichen, θεοὺς ἄκοντας φράζειν ἃ μὴ θέλουσιν, sie dazu bewegen, Eur. Ion 375; auch mit ὅπως, es dahin bringen, daß, Or. 653. – 3) ausarbeiten das Gegessene, verdauen, τὴν δίαιταν Xen. Cyr. 1, 2, 16; Mem. 1, 2, 4; τὴν τροφήν Arist.; auch absolut, Xen. Oec. 11, 12. – 4) bearbeiten, νειούς, ἀγρούς, Theophr. 16, 94 u. a. Sp.; ταύτην τὴν ὕλην ἐκπονοῦσαι τέχναι Plut. Pericl. 12; – den Körper durch Anstrengung üben, διὰ τὸ ἐκπεπονῆσθαι τὰ σώματα, weil sie ihren Körper an Anstrengungen gewöhnt hatten, Xen. Cyr. 3, 3, 57; Hell. 6, 4, 28 u. öfter; τὰ πρὸς πόλεμον, üben, eifrig betreiben, Cyr. 5, 1, 29 u. öfter; ὀρχήσεις Pol. 4, 20, 12; u. so im med., Plat. Legg. VIII, 834 e; auch geistig, durch Unterricht bilden, Ἀχιλλῆα Χείρων ἐξεπόνασε Eur. I. A. 209; βίον, sich mühsam durch das Leben durcharbeiten, Hipp. 467; ἄθλους, Kämpfe mühselig bestehen, Theocr. ep. 20, 5; βίον γυμνήτην, vom Diogenes, Antp. Sid. 80 (VII, 65); absolut, sich abmühen, παρ' ἀσπίδα Eur. Or. 653, Suppl. 218; μαθεῖν, zu lernen, Ep. ad. 168 (App. 182). Auch im med., Ael. H. A. 9, 7 u. a. Sp. – 5) herausbringen, erforschen; Eur. Andr. 1052; τὴν τεκοῦσαν Ion 1355; ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα γυναικός, suche auf, wirb um ein anderes Weib, Hel. 1514. – 6) τῶν δ' ἐμῶν τέκνων οὐκ ἐκπονήσω θάνατον Eur. Herc. Fur. 581, ich werde durch meine Anstrengung den Tod nicht abwenden. – 7) niederarbeiten, aufreiben, φροντίσι Plut. Oth. 9; vgl. νυνὶ ἐκπεπόνηνται τελέως Strab. 5, 4, 11.
French (Bailly abrégé)
ἐκπονῶ :
1 exécuter par son travail;
2 élaborer, façonner : ὕλην PLUT façonner une matière ; σώματα XÉN exercer les corps à la fatigue ; τὰ πρὸς πόλεμον XÉN s'exercer aux manœuvres de la guerre, se livrer aux exercices militaires ; abs. ἐκπονεῖν XÉN élaborer les aliments (dans l'estomac), càd faire la digestion ; particul. façonner avec art : ὅπλα ἐς κόσμον XÉN des armes pour la parure ; τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου THC soigner la forme d'un discours ; τινα πέπλοισι EUR parer qqn de riches vêtements ; fig. τινα former qqn par l'éducation;
3 obtenir par ses efforts : σῖτα XÉN parvenir à se procurer des aliments ; ναυτικὸν μεγάλαις δαπάναις ἐκπονηθέν THC flotte qu'on s'est procurée à prix d'efforts et à grands frais.
Étymologie: ἐκ, πονέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπονέω:
1 вырабатывать, выделывать, изготовлять или сооружать (τὸ ναυτικόν Thuc.);
2 заготовлять, добывать (σῖτα Xen.);
3 строить, воздвигать (ὑψηλὰ τείχη Arph.);
4 разрабатывать, отделывать (τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Thuc.; ὅπλα εἰς κόσμον ἐκπεπονημένα Xen.; ἐκπεπονημένα διαγράμματα Plat.);
5 обрабатывать, формировать (τὴν ὕλην Plut.);
6 обрабатывать, возделывать (ἐπιτακτὸν μέτρον Pind.; χωρίον ἐκπεπονημένον Plut.): ἐκπονεῖσθαι ποτὶ σπόρον Theocr. возделываться под посев;
7 перерабатывать, переваривать (τὴν δίαιταν Xen.; τὴν τροφήν Arst.);
8 украшать, наряжать (ἄγαλμα πέπλοισι Eur.);
9 проделывать, совершать (δολιχὰν τρίβον Anth.; ἀέθλους Theocr.): ἐ. τὸν βίον Eur. вести суровую жизнь;
10 переделывать, превращать (τινα μαλθακὸν σιδαρίω Theocr. - v.l. ἐξ ποιέω);
11 исполнять, выполнять (τὰ ἐντεταλμένα, med. τάδε Eur.): ἐφ᾽ ᾧ τετάγμεθ᾽ ἐκπονήσομεν (pl. = sing.) Eur. я сделаю то, что мне приказано;
12 изыскивать (ξυνῇ ἐ. ἄκη Aesch.);
13 добиваться, разыскивать (τὴν τεκοῦσαν Eur.): μνηστεύματα γυναικός τινος ἐ. Eur. добиваться руки какой-л. женщины;
14 заботиться: τῶν ἐκδήμων φίλων ἐ. τύχας Eur. заботиться о судьбе отсутствующих друзей; ἐκπονεῖσθαι περὶ τὰς τροφὰς τῶν τέκνων Arst. заботиться о пропитании детей;
15 давать тщательное образование, обучать, учить (τινα Eur.): πεζοὶ ἐκπεπονημένοι Xen. (хорошо) обученные пехотинцы; τὸ τὰ σώματα ἐκπεπονῆσθαι Xen. физическая закаленность, выносливость; τῷ σώματι ἐ. Xen. быть приученным к физическому труду;
16 прилежно заниматься, усиленно изучать (τὰ πρὸς πόλεμον Xen.; τὰς ὀρχήσεις Polyb.);
17 тяжело работать, усердно трудиться (μαθεῖν τι Plut.): παρ᾽ ἀσπίδα ἐ. Eur. нести военные тяготы;
18 мучить, изнурять (ἐκπονηθεὶς περὶ ταῦτα и ἐκπονούμενος ταῖς φροντίσι Plut.);
19 заставлять, понуждать (τινα ποιεῖν τι Eur.);
20 отклонять, отвращать, удалять (θάνατόν τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπονέω: ἐξεργάζομαι, κατασκευάζω μετὰ κόπου, Λατ. elaborare, Σαπφὼ 99, Πινδ. Π. 4. 421. Ἀριστοφ. Ὄρν. 379· - ὡσαύτως ἀνατρέφω, παιδεύω, ὡς ὁ Χείρων τὸν Ἀχιλλέα. Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 209· κἤμε μαλθακὸν ἐξεπόνασε (ἐξ ἐπόησε Ahrens) σιδαρίω, μὲ κατέστησε μαλακὸν ἐκ σιδηροῦ (ἐκ σκληροκαρδίου), Θεόκρ. 29. 24· ἐκπ. τινα πέπλοισιν, περικοσμεῖν, Εὐρ. Ἱππ. 632. - Παθ., κατασκευάζομαι, περατοῦμαι, τὸ ναυτικὸν μεγάλαις δαπάναις ἐκπονηθὲν Θουκ. 6.31· ἐκπεπονημένος σῖτος, σῖτος ἐντελῶς ἕτοιμος πρὸς χρῆσιν, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5· ὅπλα ἐκπεπονημένα ἐς κόσμον ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 7· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 529Ε. 2) ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι, τὰ πρὸς πόλεμον Ξεν. Κύρ. 5. 1, 30· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 834D. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ἐκπεπονῆσθαι τὰ σώματα Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57· ἐκπεπονημένοι, ὡς ἂν κράτιστοι εἶεν ὁ αὐτ. Ἑλλ. 6. 4, 28. 3) ἐκτελῶ, τἀντεταλμένα Εὐρ. Ἱππ. 1648· ἐκπ. ἀέθλους Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 20. 5· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐρ. Μήδ. 241. - Παθ., ταῦτα δυοῖν ἐν ἐτοῖν... μόλις ἐξεπονήθη Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 22. 4) πόνῳ κτῶμαί τι, ἄκη Αἰσχύλ. Ἱκ. 367· σωτηρίαν Εὐρ. Ἀποσπ. 729· βίον ὁ αὐτ. Ἱππ. 467. πρβλ. Ι. Α. 367· ἐκπ. ὅπως..., ὁ αὐτ. Ὀρ. 683· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τοὺς θεοὺς ἐκπ. φράζειν, πείθειν, ἀναγκάζειν εἰπεῖν, ὁ αὐτ. Ἴων 375. 5) ἀπολ., ὑποβάλλω εἰς κόπους, τὸ σῶμ’... ἐκπονῶν ὁ αὐτ. Ὀρ. 653, Ἱκ. 318· ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας, πότεροι δὲ ἃ ἂν μάθωσιν ἱκανώτεροι τῷ σώματι ἐκπονεῖν, οἱ παῖδες ἢ οἱ ἄνδρες; Ξεν. Κύρ. 4. 3, 11. 6) ἀναζητῶ μετὰ κόπου, Εὐρ. Ἴων 1355, πρβλ. Ἀνδρ. 1052· ζητῶ τι ἐπιμελῶς, ὁ αὐτ. Ἑλ. 1514. 7) ἐπὶ τροφῆς, χωνεύω διὰ τοῦ κόπου ἢ τῆς ἐργασίας, Ξεν. Ἀπομν. 1.2, 4, Κύρ. 1. 2, 16· ἀπολ., ὁ αὐτ. Οἰκ. 11. 12. 8) προσπαθῶ νὰ προφυλάξω τι, τί τινος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 581. 9) ἐργάζομαί τι, καλῶς ἐργάζομαι, νειοὶ δ’ ἐκπονέοιντο ποτὶ σπόρον κτλ. Θεόκρ. 16. 94· ὕλην Πλουτ. Περικλ. 12. 10) ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, Λατ. confici, Στράβ. 249· φροντίσιν ἐκπονεῖσθαι Πλουτ. Ὄθων 9.
English (Slater)
ἐκπονέω complete the labour of c. acc. βιατὰς ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον (P. 4.236)
Greek Monotonic
ἐκπονέω: μέλ. -ήσω,
1. εκτελώ εργασία, αποπερατώνω με κόπο, μοχθώ, Λατ. elaborare, σε Αριστοφ.· κἠμὲ μαλθακὸν ἐξεπόνασε σιδαρέω, με μετέβαλε από σκληρόκαρδο, μαλακό στην καρδιά, σε Θεόκρ.· ἐκπ. τινά, τον στολίζω, τον διακοσμώ, σε Ευρ. — Παθ., τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι, σε Θουκ.· ἐκπεπονημένος σῖτος, σιτάρι πλήρως κατειργασμένο, προετοιμασμένο για χρήση, σε Ξεν.· ἐκπεπονῆσθαι τὰ σώματα, τα σκληραγωγώ, τα γυμνάζω, τα ασκώ για να είναι σε καλή φυσική κατάσταση, στον ίδ.
2. εκτελώ, σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.
3. αποκτώ κάτι με μόχθο, κερδίζω, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τοὺς θεοὺς ἐκπ. φράζειν, καταφέρνω, πείθω τους θεούς να μιλήσουν, να πουν, στον ίδ.
4. απόλ., εργάζομαι σκληρά, στον ίδ., Ξεν.
5. εκτελώ μέσω έρευνας, εκτελώ εξονυχιστικά, ερευνώ, ψάχνω, σε Ευρ.
6. λέγεται για τροφή, χωνεύω με κόπο, σε Ξεν.
7. εργάζομαι, προσφέρω καλή εργασία, επεξεργάζομαι, σε Θεόκρ.
8. στην Παθ., φθείρομαι, κατατρώγομαι, Λατ. confici, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to work out, finish off, Lat. elaborare, Ar.; κἠμὲ μαλθακὸν ἐξεπόνασε σιδαρέω wrought me soft-hearted from iron-hearted, Theocr.; ἐκπ. τινά to deck him out, Eur.:—Pass. to be brought to perfection, Thuc.; ἐκπεπονημένος σῖτος corn fully prepared for use, Xen.; ἐκπεπονῆσθαι τὰ σώματα to be in good training or practice, Xen.
2. to execute, Eur.; so in Mid., Eur.
3. to provide by labour, earn, Eur.:—c. acc. et inf. τοὺς θεοὺς ἐκπ. φράζειν to prevail on the gods to tell, Eur.
4. absol. to work hard, Eur., Xen.
5. to work out by searching, to search out, Eur.
6. of food, to digest it by labour, Xen.
7. to work at, work well, Theocr.
8. in Pass. to be worn out, Lat. confici, Plut.
Lexicon Thucydideum
elaborare, excolere, to work diligently at, cultivate, 3.38.2,
PASS. 6.31.3.