ὑπερκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]] πάνω από, [[υπερπηδώ]] εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαταβαίνω Medium diacritics: ὑπερκαταβαίνω Low diacritics: υπερκαταβαίνω Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: hyperkatabaínō Transliteration B: hyperkatabainō Transliteration C: yperkatavaino Beta Code: u(perkatabai/nw

English (LSJ)

   A get down over, get quite over, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Il.13.50,87: c. gen., AP9.533.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. βαίνω), darüber hinabsteigen, übersteigen, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ, über die Mauer, Il. 13, 50. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταβαίνω: ὑπερβάλλων τι καταβαίνω, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Ἰλ. Ν. 50, 87· μετὰ γεν., Ἀνθ. Παλατ. 9. 533.

French (Bailly abrégé)

descendre par-dessus, acc..
Étymologie: ὑπέρ, καταβαίνω.

English (Autenrieth)

aor. 2 3 pl. ὑπερκατέβησαν: go down over, surmount. (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ καταβαίνω
κατεβαίνω περνώντας πάνω από κάτι που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ὑπερκαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω πάνω από, υπερπηδώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.