ἀπροσωπόληπτος: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσωπόληπτος]], -ον) [[προσωποληπτώ]]<br />αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, [[αμερόληπτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσωπόληπτος]], -ον) [[προσωποληπτώ]]<br />αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, [[αμερόληπτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπροσωπόληπτος:''' -ον ([[προσωπολήπτης]]), αυτός που δεν μεροληπτεί [[υπέρ]] συγκεκριμένων προσώπων, [[αμερόληπτος]], [[αδέκαστος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] [[μεροληψία]] προς το [[πρόσωπο]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not respecting persons, Suid. s.v. ἀδυσώπητος. Adv. -τως without respect of persons, 1 Ep.Pet.1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσωπόληπτος: -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδυσώπητος: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, ἄνευ προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fait pas acception des personnes, impartial.
Étymologie: ἀ, προσωποληπτέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀπροσωπόλημπτος 1Ep.Clem.1.3, Ep.Barn.4.12, 1Ep.Petr.1.17
• Morfología: [voc. απροσωπολημιε (sic) IGLS 343.6]
I 1que no hace distinción de personas, imparcial, inexorable de Dios, Clem.Al.Strom.6.6.46, Petr.I Al.Ep.Can.7, Eus.Alex.Serm.M.86.341D
•de pers. ὁ δεσπότης Cyr.Al.M.71.564C, de Eusebio de Alejandría, Io.Not.V.Eus.M.86.297B
•de abstr., de la caridad, Euthal.Epp.Cath.M.85.677B, de la tumba IGLS l.c.
•τὸ ἀ. imparcialidad, inexorabilidad τὸ ἀ. θεοῦ Clem.Al.Strom.6.8.64, τὸ ἑαυτοῦ εὔσπλαγχνον καὶ ἀ. ἐνδείκνυται διὰ πάντων τῶν ἁγίων ὁ Λόγος Hippol.Antichr.3.
2 que no se debe mirar cara a cara de Dios, Cyr.Al.M.70.1169D.
II adv. -ως sin distinguir entre las personas, imparcialmente, inexorablemente ἀ. ... πάντα ἐποιεῖτε 1Ep.Clem.1.3, ὁ κύριος ἀ. κρινεῖ τὸν κόσμον Ep.Barn.4.12, cf. 1Ep.Petr.1.17.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσωπόληπτος, -ον) προσωποληπτώ
αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος.
Greek Monotonic
ἀπροσωπόληπτος: -ον (προσωπολήπτης), αυτός που δεν μεροληπτεί υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, αμερόληπτος, αδέκαστος· επίρρ. -τως, χωρίς μεροληψία προς το πρόσωπο κάποιου, σε Καινή Διαθήκη