ἀράχνη: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀράχνη]], Α και [[ἀράχνη]] και [[ἄραχνος]], ο)<br />Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό [[σήμερα]] και ως [[σφαλάγγι]], σφάλαγγας, [[ανυφαντής]], [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης, [[αραχνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>arak</i> -<i>sn</i> -<i>a</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ar</i><i>ā</i> -<i>nea</i>). Η [[λέξη]] δεν [[είναι]] πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή [[αλλά]] αναπόδεικτη [[είναι]] η [[σχέση]] της με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αράχνειος]], [[αράχνιον]], [[αραχνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αραχναίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνιάζω]], <i>αραχνιδιασμός</i>, <i>αραχνίδωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραχνοειδής]], [[αραχνοϋφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνοΰφαντος]]]. | |mltxt=η (AM [[ἀράχνη]], Α και [[ἀράχνη]] και [[ἄραχνος]], ο)<br />Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό [[σήμερα]] και ως [[σφαλάγγι]], σφάλαγγας, [[ανυφαντής]], [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης, [[αραχνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>arak</i> -<i>sn</i> -<i>a</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ar</i><i>ā</i> -<i>nea</i>). Η [[λέξη]] δεν [[είναι]] πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή [[αλλά]] αναπόδεικτη [[είναι]] η [[σχέση]] της με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αράχνειος]], [[αράχνιον]], [[αραχνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αραχναίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνιάζω]], <i>αραχνιδιασμός</i>, <i>αραχνίδωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραχνοειδής]], [[αραχνοϋφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνοΰφαντος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀράχνη:''' ἡ, θηλ. του [[ἀράχνης]], Λατ. [[aranea]],<br /><b class="num">I.</b> το θηλυκό [[έντομο]] [[αράχνη]], σε Αισχύλ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιστός]] αράχνης, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀράχνης, ἀράχνης ἐν ὑφάσματι A.Ag.1492 (lyr.), cf. AP11.110 (Nicarch.); αἱ λειμώνιαι ἀ. Arist.HA555b7 (elsewh. ἀράχνης, q.v.). II spider's web, Hp.Cord.10, S.Fr.286, AP11.106 (Lucill.). III ἀ. λεπταί thin lines, Gal.UP10.12. IV = σφονδύλιον, Ps.-Dsc.3.76. V kind of sundial, Vitr.9.8.1.
German (Pape)
[Seite 344] ἡ, 1) Spinne, Aesch. Ag. 1471. 1497 u. Sp., wie Nicarch. 16 (XI, 110). – 2) Spinngewebe, Lucill. 65 (XI, 106) u. öfter bei Sp., so daß der Unterschied der Gramm. ἀράχνη θηλυκῶς τὸ ὕφασμα, ἀράχνης δὲ ἀρσενικῶς τὸ ζωΰφιον nicht bestätigt wird. – 3) ein Seefisch, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράχνη: ἡ, Ἀττικώτερος τύπος, τοῦ ἀρσεν. ὁ ἀράχνης, κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492, πρβλ. 1516, Σοφ. Ἀποσπ. 296. Ἀνθ. Π. 11. 110· αἱ λειμώνιαι ἀράχναι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 27, 3, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν ἀρσεν. τύπον ὁ ἀράχνης. ΙΙ. τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, «ῤαχνιά», Λατ. aranea, Ἱππ. 269. 44, Ἀνθ. Π. 11. 106 (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
araignée, insecte.
Étymologie: DELG pê ἄρκυς.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dór. gen. plu. ἀραχνᾶν B.Fr.4.70, ἀραχνάων Call.SHell.285.12 (pero éste y otros casos pueden ser de ἀράχνης)]
I 1araña, ἀράχνης ἐν ὑφάσμασι A.A.1492, 1516, cf. Democr.B 154, ἀραχνᾶν ἱστοί B.l.c., E.Fr.11M., D.C.41.14.1, ἔργον ἀραχνάων Call.l.c., cf. Plu.2.966e, AP 11.110 (Nicarch.), αἱ λειμώνιαι ἀράχναι las arañas de jardín Arist.HA 555b7.
2 tela de araña, telaraña S.Fr.286, LXX Ps.38.12, Is.59.5, ἀράχνῃ τοὺς πόδας ἐμπλεχθείς AP 11.106 (Lucill.)
•medic. utilizado como término de comparación en descripciones y teorías ὑμένες ... ὁκοῖον ἀράχναι en el corazón, Hp.Cord.10, en la vista, Gal.3.815
•fig. ὁ παρὼν βίος ... ἀ. καὶ σκιά Chrys.M.57.376.
II 1bot. blanca ursina falsa, Heracleum sphondylium L., Ps.Dsc.3.76.
2 cierta parte del astrolabio, Vitr.9.8.1. • DMic.: a-wa-ra-ka-na (?).
Greek Monolingual
η (AM ἀράχνη, Α και ἀράχνη και ἄραχνος, ο)
Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό σήμερα και ως σφαλάγγι, σφάλαγγας, ανυφαντής, ρωγαλίδα
2. ο ιστός της αράχνης, αραχνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < arak -sn -a (πρβλ. λατ. arā -nea). Η λέξη δεν είναι πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή αλλά αναπόδεικτη είναι η σχέση της με τον τ. άρκυς «δίχτυ».
ΠΑΡ. αράχνειος, αράχνιον, αραχνώδης
μσν.
αραχναίος
νεοελλ.
αραχνιάζω, αραχνιδιασμός, αραχνίδωση.
ΣΥΝΘ. αραχνοειδής, αραχνοϋφής
νεοελλ.
αραχνοΰφαντος].
Greek Monotonic
ἀράχνη: ἡ, θηλ. του ἀράχνης, Λατ. aranea,
I. το θηλυκό έντομο αράχνη, σε Αισχύλ., Ανθ.
II. ιστός αράχνης, στον ίδ.