γονίας: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(big3_10)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[viento fatal]], quizá [[cargado de desastres]] pred. χειμὼν πνεύσας γ. ἐτελέσθη A.<i>Ch</i>.1067, cf. γ.· [[ἄνεμος]] ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα Sch.<i>ad loc</i>., γ.· εὐχερής Hsch.
|dgtxt=-ου, ὁ [[viento fatal]], quizá [[cargado de desastres]] pred. χειμὼν πνεύσας γ. ἐτελέσθη A.<i>Ch</i>.1067, cf. γ.· [[ἄνεμος]] ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα Sch.<i>ad loc</i>., γ.· εὐχερής Hsch.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γονίας:''' [[χειμών]], πιθ. βίαιη [[καταιγίδα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονίας Medium diacritics: γονίας Low diacritics: γονίας Capitals: ΓΟΝΙΑΣ
Transliteration A: gonías Transliteration B: gonias Transliteration C: gonias Beta Code: goni/as

English (LSJ)

χειμών, in A.Ch.1067 (anap.), acc. to Hsch. εὐχερής, a

   A fair wind; but, acc. to the Sch., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.

German (Pape)

[Seite 501] Aesch. Ch. 1063, l. d., nach Schol. ἄνεμος, ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα, vielleicht von γόνιος, = γόνιμος.

Greek (Liddell-Scott)

γονίας: χειμών, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1067, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εὐχερής, οὔριος ἄνεμος· ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.

French (Bailly abrégé)

- χειμών (ὁ) :
tempête violente, ou, selon d’autres, qui naît soudainement.
Étymologie: γόνος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ viento fatal, quizá cargado de desastres pred. χειμὼν πνεύσας γ. ἐτελέσθη A.Ch.1067, cf. γ.· ἄνεμος ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα Sch.ad loc., γ.· εὐχερής Hsch.

Greek Monotonic

γονίας: χειμών, πιθ. βίαιη καταιγίδα, σε Αισχύλ.