δρίος: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δρίος]] (-ους), το (Α)<br />[[λόχμη]], [[θαμνώδης]] ή [[δενδρώδης]] [[τόπος]]. | |mltxt=[[δρίος]] (-ους), το (Α)<br />[[λόχμη]], [[θαμνώδης]] ή [[δενδρώδης]] [[τόπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρίος:''' τό, [[δρυμός]], [[δάσος]], [[άλσος]], [[λόχμη]], σύδενδρο, <i>δρίοςὕλης</i>, [[δασικός]] [[δρυμός]], σε Ομήρ. Οδ.· [[δρίος]] ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., [[δρία]], <i>τά</i>, (όπως αν προερχόταν από το <i>δρίον</i>), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]], όπως το [[δρῦς]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό,
A copse, thicket, δρίος ὕλης copse-wood, Od.14.353; δ. εὔδενδρον, ὑλῆεν, AP7.193 (Simm.), 203 (Id.); ἅπαν Opp.H.4.588; ἀν' ἐρῆμον δ. Lyr.Alex.Adesp.7.3: heterocl. pl. δρία, τά, Hes.Op.530, S.Tr.1012 (hex.), E.Hel.1326 (lyr.): also dat. pl. δρισί (as if from δρίες) dub. in IG14.217.43.
German (Pape)
[Seite 667] das Gebüsch, verwandt mit δρῦς, δόρ υ, δένδρεον; vgl. δριάω. Bei Homer δρίος einmal, Odyss. 14, 353 ὅθι τε δρίος ἦν πολυανθέος ὕλης. Das Geschlecht ist in dieser Stelle nicht zu erkennen. Simm. A. P. 7, 203 ἀν' ὑλῆεν δρίος εὔσκιον; Simm. A. P 7, 193 κατ' εὔδενδρον στείβων δρίος; Oppian. Hal. 4, 588 ἅπαν δρίος. Plural. δρία: Hesiod. O. 530 ἀνὰ δρία βησσήεντα; Soph. Trach. 1012 κατά τε δρία πάντα καθαίρων; Eur. Hel. 1326 πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα; Apoll. Rh. 4, 970 ἑρσήεντα κατὰ δρία. Bei gramm. findet sich auch nominat sing. δρίον. Vgl. die Eigennamen Δρίον und Δρίος.
Greek (Liddell-Scott)
δρίος: τὸ, (ἴδε δρῦς) λόχμη, δάσος, δρίος ὕλης, λόχμη δάσους, Ὀδ. Ξ. 353 (ἔνθα τὸ γένος εἶναι ἀόριστον)· ἀλλὰ δρίος εὔδενδρον ὑλῆεν Ἀνθ. Π. 7. 193, 203· ἅπαν Ὀππ. Ἁλ. 4. 588· ἐν δρίει Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. 43· ― κατὰ πληθ. δρία, τά, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ δρίον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, Σοφ. Τρ. 1012, Εὐρ. Ἑλ. 1326.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg. et pl. δρία;
petit bois, taillis.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Autenrieth)
(cf. δρῦς) = δρῦμός, Od. 14.353†.
Greek Monolingual
δρίος (-ους), το (Α)
λόχμη, θαμνώδης ή δενδρώδης τόπος.
Greek Monotonic
δρίος: τό, δρυμός, δάσος, άλσος, λόχμη, σύδενδρο, δρίοςὕλης, δασικός δρυμός, σε Ομήρ. Οδ.· δρίος ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., δρία, τά, (όπως αν προερχόταν από το δρίον), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την ίδια ρίζα, όπως το δρῦς).