ἔπαυλος: Difference between revisions
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔπαυλος]], ο (Α) [[αυλή]]<br />(συν. στον πληθ. <i>οἱ ἔπαυλοι</i> και <i>τὰ ἔπαυλα</i>)<br />[[τόπος]] περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, [[στάβλος]], [[μάντρα]], [[μαντρί]]. | |mltxt=[[ἔπαυλος]], ο (Α) [[αυλή]]<br />(συν. στον πληθ. <i>οἱ ἔπαυλοι</i> και <i>τὰ ἔπαυλα</i>)<br />[[τόπος]] περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, [[στάβλος]], [[μάντρα]], [[μαντρί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔπαυλος:''' ὁ ([[αὐλή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[στάνη]], [[κατάλυμα]] για κοπάδια, <i>ἔπαυλοι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ετερογ. πληθ., [[ἔπαυλα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαμονή]], [[κατοικία]], [[οίκος]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (αὐλή) mostly in pl.,
A ἔπαυλοι Od.23.358, A.R.1.800; ἔπαυλα S.OT 1138, OC669 (lyr.):—fold for cattle at night, Od.l.c., S.OTl. c. 2 generally, dwelling, home, A.Pers.870 (lyr.), S.OCl. c.
German (Pape)
[Seite 906] ὁ, 1) der Stall, die Hürde zum Uebernachten des Viehes, Od. 23, 358. – 2) Uebh. Wohnsitz, Θρῃκίων ἐπαύλων Aesch. Pers. 851; ἔπαυλοι Ap. Rh. 1, 800; gew. τὰ ἔπαυλα, Soph. O. C. 662 O. R. 1138; ἔπαυλα βοῶν Leon. Tar. 6 (VI, 262); Κιμμερίων ἔπαυλα Lycophr. 695.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαυλος: ὁ, (αὐλὴ) τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἔπαυλοι, Ὀδ. Ψ. 358, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1. 800· ἔπαυλα, τά, Σοφ. Ο. Τ. 1138, Ο. Κ. 669· - μάνδρα, ἔπαυλις, ποιμνιοστάσιον, «ἐπαύλους ἤτοι σταθμούς, αὐλάς, ἐπαύλεις» (Εὐστ.), Ὀδ. ἔνθ. ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) καθόλου, κατοικία, οἶκος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 870, Σοφ. Ο. Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
plur. οἱ ἔπαυλοι ou τὰ ἔπαυλα;
1 étable, parc pour les bestiaux pendant la nuit;
2 p. ext. résidence.
Étymologie: ἐπί, αὐλή.
English (Autenrieth)
(αὐλή, ‘adjoining the court’): pl., cattle stalls, stables, Od. 23.358†.
Greek Monolingual
ἔπαυλος, ο (Α) αυλή
(συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα)
τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί.
Greek Monotonic
ἔπαυλος: ὁ (αὐλή),
1. στάνη, κατάλυμα για κοπάδια, ἔπαυλοι, σε Ομήρ. Οδ.· ετερογ. πληθ., ἔπαυλα, σε Σοφ.
2. γενικά, διαμονή, κατοικία, οίκος, σε Αισχύλ., Σοφ.