ἐπιβήτωρ: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(Autenrieth) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ορος: mounter, ‘[[mounted]] [[warrior]],’ ἵππων, Od. 18.263; designating a [[boar]], συῶν [[ἐπιβήτωρ]], λ 131, Od. 23.278. | |auten=ορος: mounter, ‘[[mounted]] [[warrior]],’ ἵππων, Od. 18.263; designating a [[boar]], συῶν [[ἐπιβήτωρ]], λ 131, Od. 23.278. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιβήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε [[άλογο]], <i>ἐπ. ἵππων</i>, [[έφιππος]] [[ιππέας]], [[αναβάτης]] αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. [[γουρούνι]] ([[αρσενικό]]), στο ίδ.· [[ταύρος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A one who mounts, ἐ. ἵππων Od.18.263, Simm.1.3; νεὼς ἐπιβήτορα λαόν, = ἐπιβάτας, AP7.498 (Antip.(?)); ἐ. κύκλων, of the Trojan horse, Tryph.307. 2. of male animals, e.g.a boar, συῶν ἐπιβήτωρ Od.11.131; of a bull, Theoc.25.128. II. as Adj., springing, Nonn.D.20.113. 2. metaph., at home in, master of a thing, θηροδιδασκαλίης Man.4.245; dwelling in, ὕλης οὐρανίας κτλ. Orph.Fr.353.
German (Pape)
[Seite 929] ορος, ὁ, der da besteigt, – a) ἵππων, Reiter, Od. 18, 263 u. Sp., wie Opp. C. 4, 51; auch κούρη, Nonn. D. 1, 51; νεώς, = ἐπιβάτης, Ant. Sid. 106 (VII, 498). – b) Bespringer, συῶν ἐπιβ., der Eber, Od. 11, 131. 23, 278; von Stieren, Theocr. 25, 128. – c) als adj., emporsteigend, sich erhebend, z. B. παλμός, Nonn. D. 20, 113 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἀναβαίνων, ἐπιβήτωρ ἵππων, ἔφιππος, ἱππεύς, Ὀδ. Σ. 263· νεὼς ἐπιβήτορα λαὸν = ἐπιβάτας, Ἀνθ. Π. 7. 498· ἐπ. κύκλων, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 307. 2) ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, οἷον τοῦ κάπρου, συῶν ἐπιβήτωρ Ὀδ. Λ. 131· τοῦ ταύρου, Θεόκ. 25. 128. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀνατινασσόμενος, ἀναπηδῶν, Νόνν. Δ. 20. 113:- μεταφ., κάτοχος, κύριός τινος, καλῶς γιγνώσκων τι, θηροδιδασκαλίης Μανέθ. 4. 245.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui monte sur des chevaux.
Étymologie: ἐπιβαίνω.
English (Autenrieth)
ορος: mounter, ‘mounted warrior,’ ἵππων, Od. 18.263; designating a boar, συῶν ἐπιβήτωρ, λ 131, Od. 23.278.
Greek Monotonic
ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ (ἐπιβαίνω),·
1. αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε άλογο, ἐπ. ἵππων, έφιππος ιππέας, αναβάτης αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. γουρούνι (αρσενικό), στο ίδ.· ταύρος, σε Θεόκρ.