ἑτερόφρων: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>]. | |mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑτερόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που του έχει γυρίσει το [[μυαλό]], [[ετερόδοξος]], μαινόμενος, [[τρελός]], [[παράφρονας]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn.D.9.49.
German (Pape)
[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ἑτερόφρων, -ον)
1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος
2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος
2. (για φυσικά φαινόμενα) παράξενος, αλλιώτικος («ἑτερόφρονι κύματι», Νόνν.).
επίρρ...
ετεροφρόνως
με διαφορετική γνώμη, ετερόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, πρβλ. ά-φρων].
Greek Monotonic
ἑτερόφρων: -ον (φρήν), αυτός που του έχει γυρίσει το μυαλό, ετερόδοξος, μαινόμενος, τρελός, παράφρονας, σε Ανθ.