ἱπποκέλευθος: Difference between revisions
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποκέλευθος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους<br /><b>2.</b> [[ιππέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]], [[διαδρομή]]»]. | |mltxt=[[ἱπποκέλευθος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους<br /><b>2.</b> [[ιππέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]], [[διαδρομή]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱπποκέλευθος:''' -ον, αυτός που ταξιδεύει με [[άλογο]], [[οδηγός]] αλόγων, [[ιππηλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A travelling by means of horses: driver of horses, epith. of Patroclus, Il.16.126,584,839; rider, AP9.210.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, den Weg zu Wagen od. zu Pferde machend, Wagenlenker, Kämpfer vom Wagen herab, Reisiger, so heißt Patroklus, Il. 16, 126. 584; auch die Hunnen, Ep. ad. 590 (IX, 210).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκέλευθος: -ον, ὁ ἐφ’ ἵππων ποιούμενος τὴν κέλευθον, ἐπίθ. τοῦ Πατρόκλου, ὡς τὸ ἱππότης, ἱππηλάτης, Διογενὲς Πατρόκλεις, ἱπποκέλευθε Ἰλ. Π. 126, 584, 839˙ ἱππεύς, Ἀνθ. Π. 9. 210.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat (propr. qui s’avance) sur un char.
Étymologie: ἵππος, κέλευθος.
English (Autenrieth)
making way with the chariot, swift-driving, epith. of Patroclus. (Il.)
Greek Monolingual
ἱπποκέλευθος, -ον (Α)
1. (για τον Πάτροκλο) αυτός που ταξιδεύει με ίππους, αυτός που οδηγεί ίππους
2. ιππέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή»].
Greek Monotonic
ἱπποκέλευθος: -ον, αυτός που ταξιδεύει με άλογο, οδηγός αλόγων, ιππηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.