κακοπραγία: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κακοπραγία]]) [[κακοπραγώ]]<br />το να κάνει [[κανείς]] [[κακό]], κακή [[πράξη]] («ἡ [[κακοπραγία]] περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />κακή [[πρόθεση]] («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[τύχη]], [[ατυχία]], [[δυστυχία]], [[συμφορά]], [[κακοτυχία]] («αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> κακή [[κατάσταση]] του σώματος<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κακοπραγίαι</i><br />κακές πράξεις («τὰς τῶν συκοφαντῶν πικρότητας καὶ κακοπραγίας ὅλης τῆς πόλεως», Ισοκρ.).
|mltxt=η (AM [[κακοπραγία]]) [[κακοπραγώ]]<br />το να κάνει [[κανείς]] [[κακό]], κακή [[πράξη]] («ἡ [[κακοπραγία]] περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />κακή [[πρόθεση]] («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[τύχη]], [[ατυχία]], [[δυστυχία]], [[συμφορά]], [[κακοτυχία]] («αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> κακή [[κατάσταση]] του σώματος<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κακοπραγίαι</i><br />κακές πράξεις («τὰς τῶν συκοφαντῶν πικρότητας καὶ κακοπραγίας ὅλης τῆς πόλεως», Ισοκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοπρᾱγία:''' ἡ, [[ατύχημα]], [[αποτυχία]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 23:33, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρᾱγία Medium diacritics: κακοπραγία Low diacritics: κακοπραγία Capitals: ΚΑΚΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: kakopragía Transliteration B: kakopragia Transliteration C: kakopragia Beta Code: kakopragi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A misadventure, failure, αἱ κατ' οἶκον κ. Th.2.60; ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. Id.8.2; κ. γίγνεται Arist. Pol.1296a17; ἡ τοῦ πέλας κ. Corn.Rh.p.393 H.: pl., κ. ἀνάξιαι Arist. Rh.1386b10, cf.Plb.8.12.8, Phld.Herc.1251.11, Artem.4.56, etc.    b bad physical condition, Gal.10.255.    II ill-doing, LXX Wi.5.24, J.AJ2.4.4: pl., misdeeds, Isoc.15.300.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais succès, malheur.
Étymologie: κακοπραγέω.

Greek Monolingual

η (AM κακοπραγία) κακοπραγώ
το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ)
μσν.
κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.)
αρχ.
1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι», Θουκ.)
2. ιατρ. κακή κατάσταση του σώματος
3. στον πληθ. αἱ κακοπραγίαι
κακές πράξεις («τὰς τῶν συκοφαντῶν πικρότητας καὶ κακοπραγίας ὅλης τῆς πόλεως», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

κᾰκοπρᾱγία: ἡ, ατύχημα, αποτυχία, σε Θουκ.