κόλπωμα: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κόλπωμα]]) [[κολπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κόλπος]], [[εσοχή]]<br /><b>2.</b> [[καμπυλότητα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[αναδίπλωση]], [[πτύχωση]]<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> [[κολποειδής]] [[σχηματισμός]] του σώματος («[[κόλπωμα]] κωναρίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλωμα]] («[[κόλπωμα]] τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες<br /><b>3.</b> [[χάσμα]], [[άβυσσος]]. | |mltxt=το (AM [[κόλπωμα]]) [[κολπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κόλπος]], [[εσοχή]]<br /><b>2.</b> [[καμπυλότητα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[αναδίπλωση]], [[πτύχωση]]<br /><b>4.</b> <b>ανατ.</b> [[κολποειδής]] [[σχηματισμός]] του σώματος («[[κόλπωμα]] κωναρίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλωμα]] («[[κόλπωμα]] τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες<br /><b>3.</b> [[χάσμα]], [[άβυσσος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόλπωμα:''' -ατος, τό, [[ένδυμα]] με πτυχώσεις, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A bellying or bulging out, of the centre in a line of battle, Plu.Mar.25. II garment with ample folds, worn by kings in Tragedy, Poll.4.116, An.Par.1.19.
German (Pape)
[Seite 1476] τό, der gemachte Busen, Bausch; Plut. Har. 25; Poll. 4, 116.
Greek (Liddell-Scott)
κόλπωμα: τό, ἱμάτιον πτυχῶδες, οἷον ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement ample et qui fait des plis.
Étymologie: κολπόω.
Greek Monolingual
το (AM κόλπωμα) κολπώ
νεοελλ.
1. κόλπος, εσοχή
2. καμπυλότητα, φούσκωμα
3. αναδίπλωση, πτύχωση
4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός του σώματος («κόλπωμα κωναρίου»)
αρχ.
1. κοίλωμα («κόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.)
2. ένδυμα με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες
3. χάσμα, άβυσσος.
Greek Monotonic
κόλπωμα: -ατος, τό, ένδυμα με πτυχώσεις, σε Πλούτ.