κορύνη: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κορύνη]])<br />[[ρόπαλο]] που έχει το ένα [[άκρο]] του παχύτερο από το [[άλλο]], το οποίο, επενδυμένο [[συνήθως]] με [[μέταλλο]], χρησίμευε στην αρχαία [[εποχή]] ως πολεμικό όργανο ή κυνηγετικό όπλο («σιδηρείη κορύνῃ ῥήγνυσκε [[φάλαγγας]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ξύλινο γυμναστικό όργανο σε [[σχήμα]] ατρακτοειδούς ράβδου που χρησιμοποιείται στις ασκήσεις εδάφους ή στις παραστάσεις τσίρκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[βλαστός]] με [[σχήμα]] κορύνης, [[κάλυκας]] («καὶ τὰ μὲν ἄνω, τά δ' εἰς τὰ [[πλάγια]] κύκλῳ ποιεῑται τὴν βλάστησιν [[οἷον]] [[γόνυ]] ποιῃσάμενα τὴν τοῡ πρώτου βλαστοῡ κορύνην», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πόσθη]]<br /><b>3.</b> η ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>- του [[κόρυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τορ</i>-<i>ύνη</i>)].
|mltxt=η (Α [[κορύνη]])<br />[[ρόπαλο]] που έχει το ένα [[άκρο]] του παχύτερο από το [[άλλο]], το οποίο, επενδυμένο [[συνήθως]] με [[μέταλλο]], χρησίμευε στην αρχαία [[εποχή]] ως πολεμικό όργανο ή κυνηγετικό όπλο («σιδηρείη κορύνῃ ῥήγνυσκε [[φάλαγγας]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ξύλινο γυμναστικό όργανο σε [[σχήμα]] ατρακτοειδούς ράβδου που χρησιμοποιείται στις ασκήσεις εδάφους ή στις παραστάσεις τσίρκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[βλαστός]] με [[σχήμα]] κορύνης, [[κάλυκας]] («καὶ τὰ μὲν ἄνω, τά δ' εἰς τὰ [[πλάγια]] κύκλῳ ποιεῑται τὴν βλάστησιν [[οἷον]] [[γόνυ]] ποιῃσάμενα τὴν τοῡ πρώτου βλαστοῡ κορύνην», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πόσθη]]<br /><b>3.</b> η ποιμενική [[ράβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>- του [[κόρυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τορ</i>-<i>ύνη</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορύνη:''' ἡ ([[κόρυς]]), [[ρόπαλο]], [[σκήπτρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[ραβδί]] βοσκού, σε Θεόκρ. (<i>ῠ</i> στον Όμηρ.· <i>ῡ</i> στον Ευρ.).
}}
}}

Revision as of 00:02, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύνη Medium diacritics: κορύνη Low diacritics: κορύνη Capitals: ΚΟΡΥΝΗ
Transliteration A: korýnē Transliteration B: korynē Transliteration C: koryni Beta Code: koru/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A club, freq. shod with iron for fighting, mace, σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας Il.7.141, cf. 143; ξύλων κορύνας ἔχοντες Hdt.1.59; κορύναις τύπτειν Arist.Pol.1311b28.    2 shepherd's staff, Theoc. 7.19.    II in plants, knobby bud or shoot, Thphr.HP3.5.1, al.    III = πόσθη, Nic.Al.409, AP5.128 (Autom.). [ῠ in Hom. and Theoc.7.19,9.23; ῡ in E.Supp.715, Theoc.25.63, Nic.l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

κορύνη: ἡ, (κόρυς), ῥόπαλον, συχνάκις περικεκαλυμμένον διὰ σιδήρου πρὸς μάχην, σιδηρόδετον ῥόπαλον, σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήξασκε φάλαγγας Ἰλ. Η. 141, πρβλ. 143 (ἴδε ἐν λέξ. ὅπλισμα)· ξύλων κορύνας ἔχοντες Ἡρόδ. 1. 59· κορύναις τύπτειν Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 19· ― ποιμενικὴ ῥάβδος, Θεόφρ. 7. 19. ΙΙ. μεταξὺ τῶν φυτῶν, βλάστημα ὅμοιον κορύνῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1. ΙΙΙ. = πόσθη, Νικ. Ἀλ. 409, Ἀνθ. Π. 5. 129. ῠ παρ’ Ὁμ. καὶ Θεόκρ. 7. 18· ῡ ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 715, Θεόκρ. 25. 63, Νικ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 289, Spitzn. Prosod. § 59. 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 massue, gourdin;
2 bâton noueux, houlette;
3 membrum virile, DELG citant Hom..
Étymologie: DELG sans doute apparenté à κόρυς.

English (Autenrieth)

battle-mace, club of iron. (Il.)

Greek Monolingual

η (Α κορύνη)
ρόπαλο που έχει το ένα άκρο του παχύτερο από το άλλο, το οποίο, επενδυμένο συνήθως με μέταλλο, χρησίμευε στην αρχαία εποχή ως πολεμικό όργανο ή κυνηγετικό όπλο («σιδηρείη κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
ξύλινο γυμναστικό όργανο σε σχήμα ατρακτοειδούς ράβδου που χρησιμοποιείται στις ασκήσεις εδάφους ή στις παραστάσεις τσίρκου
αρχ.
1. (για φυτά) βλαστός με σχήμα κορύνης, κάλυκας («καὶ τὰ μὲν ἄνω, τά δ' εἰς τὰ πλάγια κύκλῳ ποιεῑται τὴν βλάστησιν οἷον γόνυ ποιῃσάμενα τὴν τοῡ πρώτου βλαστοῡ κορύνην», Θεόφρ.)
2. πόσθη
3. η ποιμενική ράβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ- του κόρυς + κατάλ. -ύνη (πρβλ. τορ-ύνη)].

Greek Monotonic

κορύνη: ἡ (κόρυς), ρόπαλο, σκήπτρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ραβδί βοσκού, σε Θεόκρ. ( στον Όμηρ.· στον Ευρ.).