μέταλλον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> mine, <i>càd</i> tranchée pour la recherche de l’eau, des métaux;<br /><b>II.</b> le produit qu’on extrait de cette tranchée, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mine (d’or, d’argent, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> gisement de sel.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μεταλλάω]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> mine, <i>càd</i> tranchée pour la recherche de l’eau, des métaux;<br /><b>II.</b> le produit qu’on extrait de cette tranchée, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mine (d’or, d’argent, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> gisement de sel.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μεταλλάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέταλλον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταλλείο]] ή [[λατομείο]], ἁλὸς [[μέταλλον]], [[ορυχείο]] αλατιού, [[αλατωρυχείο]], σε Ηρόδ.· <i>χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα</i>, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· <i>μέταλλα</i> (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου [[μέταλλον]], λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> η [[έννοια]] του μετάλλου, Λατ. [[metallum]], δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το [[μεταλλάω]], από το <i>μετ' ἄλλα</i>, [[έρευνα]] για άλλα πράγματα).
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέταλλον Medium diacritics: μέταλλον Low diacritics: μέταλλον Capitals: ΜΕΤΑΛΛΟΝ
Transliteration A: métallon Transliteration B: metallon Transliteration C: metallon Beta Code: me/tallon

English (LSJ)

τό,

   A mine, quarry, ἁλὸς μέταλλον salt-pit, salt-mine, Hdt.4.185; μ. τετμημένον Hyp.Eux.35; μ. παλαιὸν ἀνασάξιμον IG 22.1582.56: mostly in pl., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα gold and silver mines, Hdt.3.57; τὰ ἀργύρεια μ., at Laurium, Th.2.55; μέταλλα (alone) silver mines, X.Vect.4.4; μαρμάρου μ. marble quarries, Str.9.1.23.    2 mine in siege-operations, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Plb.16.11.2, al.    3 metaph., work, οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Alciphr.1.36.    II later, mineral, metal, Sammelb.4313 (i/ii A. D.), Ruf. ap. Orib.5.3.21, Nonn.D.11.26, Agath.5.9, AP7.363. (On the etym. cf. μεταλλάω.)

German (Pape)

[Seite 149] τό (vgl. μεταλλάω, also eigentl. das Durchsuchen, der Ort wo man sucht und das Gesuchte selbst, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140), Bergwerke, Gruben, in denen man nach Erz, Metallen, Steinen u. vgl. sucht; Her. 5, 17; χρύσεα μέταλλα, Goldgruben, 6, 46 (wie Thuc. 1, 100); auch ἁλὸς μέταλλον, Salzgrube, 4, 185; λευκοῦ λίθου, Strab. XIII, 1, öfter; ἀργύρεια, Silberbergwerke, Thuc. 2, 55; Plut. Them. 4; μέταλλα ὅλα χρυσίου, Luc. Gall. 6. Auch übh. Minen, ἤρξατο πολιορκῶν διὰ τῶν μετάλλων, Pol. 16, 11, 2. – Sp. auch das in den Gruben Gefundene, das Ausgegrabene, bes. Erz, Metall.

Greek (Liddell-Scott)

μέταλλον: τό, μεταλλεῖονλατομεῖον, ἁλὸς μέταλλον, ἀλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· μ. τέμνειν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 44· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου μεταλλεῖα, Ἡρόδ. 3. 57· τὰ ἀργύρεια μ., ἐν Λαυρείῳ, Θουκυδ. 2. 18· μέταλλα (μόνον), ἀργύρου μεταλλεῖα, Ξενοφ. Πόροι 4, 4· μαρμάρου μ., λατομεῖα μαρμάρου, Στράβ. 399. 2) ὑπόνομος ἐν πολιορκίᾳ, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Πολύβ. 16. 11, 2. 3) μεταφορ., ἐργασία, οὐδ’ ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Ἀλκίφρων 1. 36. ΙΙ. ἡ ἔννοια τοῦ ὀρυκτοῦ ἢ μετάλλου ἥτις ἐπικρατεῖ ἐν τῷ Λατ. metallum ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παραγώγῳ μεταλλικός, καὶ τοῦτο μόνον παρὰ μεταγεν. (μέταλλον οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ τὸ ῥῆμ. μεταλλάω, ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ζητῶ τι, ἐρευνῶ διά τι, ― ὥστε ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία τῆς λέξεως μέταλλον πιθανῶς εἶναι: τόπος ζητήσεως, ἐρεύνης· πρβλ. Πλίν. 33. 1.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. mine, càd tranchée pour la recherche de l’eau, des métaux;
II. le produit qu’on extrait de cette tranchée, d’où
1 mine (d’or, d’argent, etc.);
2 gisement de sel.
Étymologie: DELG μεταλλάω.

Greek Monotonic

μέταλλον: τό,
I. μεταλλείο ή λατομείο, ἁλὸς μέταλλον, ορυχείο αλατιού, αλατωρυχείο, σε Ηρόδ.· χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· μέταλλα (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου μέταλλον, λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ.
II. η έννοια του μετάλλου, Λατ. metallum, δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το μεταλλάω, από το μετ' ἄλλα, έρευνα για άλλα πράγματα).