μελεδήμων: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελεδήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει [[επιμέλεια]] για [[κάτι]], [[επιμελής]] (α. «[[μελεδήμων]] ἔργων», Εμπεδ.<br />β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδ</i>-[[ήμων]], <i>νο</i>-[[ήμων]])]. | |mltxt=[[μελεδήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει [[επιμέλεια]] για [[κάτι]], [[επιμελής]] (α. «[[μελεδήμων]] ἔργων», Εμπεδ.<br />β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδ</i>-[[ήμων]], <i>νο</i>-[[ήμων]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μελεδήμων:''' -ον ([[μελεδαίνω]]), [[επιμελής]], απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A careful, c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων AP 6.39 (Arch.); δόμων φυλακὰν μ. ib.7.425 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 121] ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαθῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).
Greek (Liddell-Scott)
μελεδήμων: -ον, ἐπιμελής, πολυάσχολος, κερκὶς αὐτόθι 6. 39, πρβλ. 7. 425· μετὰ γεν., ὁ φροντίζων περί τινος, ἔργων Ἐμπεδ. 398.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui prend soin de, gén..
Étymologie: μελεδαίνω.
Greek Monolingual
μελεδήμων, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ.
β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ειδ-ήμων, νο-ήμων)].
Greek Monotonic
μελεδήμων: -ον (μελεδαίνω), επιμελής, απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.