μολιβαχθής: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολιβαχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλιβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρ</i>.-<i>αχθής</i>, <i>οιν</i>-<i>αχθής</i>].
|mltxt=[[μολιβαχθής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλιβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρ</i>.-<i>αχθής</i>, <i>οιν</i>-<i>αχθής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μολῐβαχθής:''' -ές ([[ἄχθος]]), αυτός που είναι [[βαρύς]] [[επειδή]] φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολῐβαχθής Medium diacritics: μολιβαχθής Low diacritics: μολιβαχθής Capitals: ΜΟΛΙΒΑΧΘΗΣ
Transliteration A: molibachthḗs Transliteration B: molibachthēs Transliteration C: molivachthis Beta Code: molibaxqh/s

English (LSJ)

ές,

   A heavy with lead, leaded, στάθμη AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 199] ές, mit Blei beschwert, στάθμη, Philps. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

μολῐβαχθής: -ές, βαρύς, ἕνεκα μολύβδου, «μολυβωμένος», στάθμη Ἀνθ. Π. 6. 103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé de plomb.
Étymologie: μόλιβος, ἄχθος.

Greek Monolingual

μολιβαχθής, -ές (Α)
αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ.-αχθής, οιν-αχθής].

Greek Monotonic

μολῐβαχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που είναι βαρύς επειδή φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.