παλίγγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίγγλωσσος]] και πολίγλωσσος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιφατικός]], [[ψευδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («[[ἔρις]] οὐ [[παλίγγλωσσος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά παράξενη ή [[ξένη]] [[γλώσσα]]<br /><b>4.</b> [[δύσφημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])].
|mltxt=[[παλίγγλωσσος]] και πολίγλωσσος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιφατικός]], [[ψευδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («[[ἔρις]] οὐ [[παλίγγλωσσος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά παράξενη ή [[ξένη]] [[γλώσσα]]<br /><b>4.</b> [[δύσφημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίγγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αντιφατικός]], [[ψευδής]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για παράξενη ή [[ξένη]] [[γλώσσα]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγγλωσσος Medium diacritics: παλίγγλωσσος Low diacritics: παλίγγλωσσος Capitals: ΠΑΛΙΓΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: palínglōssos Transliteration B: palinglōssos Transliteration C: paligglossos Beta Code: pali/gglwssos

English (LSJ)

ον,

   A contradictory, false, ἀγγέλων ῥῆσις Pi.N.1.58; but ἔρις οὐ π. unrelenting, Id.Parth.2.63.    II of strange or foreign tongue, πόλις Id.I.6(5).24.    III = δύσφημος, Com.Adesp.1098.

German (Pape)

[Seite 447] von widriger, fremder Sprache; πόλις, neben βάρβαρος, Pind. I. 5, 23; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, N. 1, 58, ist die widersprechende, falsche; vgl. Poll. 2, 109. 6, 164, wo es δύσφημος, κακόφημος erkl. ist.

Greek (Liddell-Scott)

παλίγγλωσσος: -ον, ὡς τὸ παλίλλογος, ΙΙ. 2, ἐναντιόφημος, ἀντιφατικός, ψευδής, ἀγγελία Πινδ. Ν. 1. 88. ΙΙ. ὁ λαλῶν παράδοξον ἢ ξένην γλῶσσαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6(5). 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιγγλώσσῳ· βλασφήμῳ».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui parle à rebours, faux;
2 qui parle une langue étrangère.
Étymologie: πάλιν, γλῶσσα.

English (Slater)

πᾰλίγγλωσσος, -ον
   a uttered contrary to fact, lying παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν pr. (N. 1.58)
   b perverse of tongue οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος (I. 6.24)
   c sign. incert. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πιστὰς ἐφίλη[ς.]ν (παλίγγλωσσος coni. Wil.: unrelenting G-H.) Παρθ. 2. 63.

Greek Monolingual

παλίγγλωσσος και πολίγλωσσος, -ον (Α)
1. αντιφατικός, ψευδής
2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.)
3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα
4. δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Greek Monotonic

πᾰλίγγλωσσος: -ον (γλῶσσα),·
I. αντιφατικός, ψευδής, σε Πίνδ.
II. λέγεται για παράξενη ή ξένη γλώσσα, στον ίδ.